24.Ματωμενος αγγελος

418 22 0
                                    

Ο Κόντι γύρισε όσο εγω κοιμόμουν και ξάπλωσε στον καναπέ. Σηκώθηκα μεσα στην νύχτα για να τον σκεπασω. Ειναι ένας μαλακας αλλα δεν πρεπει να κρυώσει. Οτι και να γινει παντα θα νοιάζομαι. Ξαναπεφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ αλλα ο ύπνος δεν λεει να με πάρει. Ξαφνικά, μεσα στην μέση της νύχτας, χτυπάει το τηλέφωνο του Κόντι. Ο ίδιος ξύπνησε και έκανα και εγω οτι μολις ξύπνησα. "Τι έγινε;" ρώτησα. "Εμ πρεπει να φυγω. Εχω μια δουλειά." ειπε και άρχισε να ετοιμάζεται. "Τι δουλειά ειναι αυτη μεσα στα άγρια χαράματα;" του ειπα διχνοντας αγανακτισμένη. "Δεν θα αργήσω" ειπε και έφυγε. Δεν θα αργήσει. Αυτο μόνο. Ηξερα οτι το ειπε μόνο και μόνο για κλείσει την συζήτηση. Ήξερε οτι θα μαλώνανε για τον 'ελεγχο' που του κανω. Ξανά ξάπλωσα προσπαθώντας για μια ακομα φορα να κοιμηθώ. Δεν μπορούσα φυσικά. Το οτι έφυγε μεσα στην νύχτα για μια δουλειά με εκανε να ανυσηχω ακομα περισσότερο.




Εχουν περάσει τεσσερις ολόκληρες ωρες. Ειναι χαράματα και ο Κόντι ακομα να έρθει. Τον εχω πάρει πολλές φορές στο κινητό του αλλα το εχει κλειστό. Κλαίω εδω και δυο ωρες. Αν εχει πάθει κατι; Αν ειναι νεκρός; Τωρα κλαίω ακομα περισσότερο. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μεσα ο Κόντι. Εχει σκιστεί το χείλος του και εχει αίματα στην μπλούζα του. Χωρίς να σκεφτώ τίποτα έτρεξα και τον αγκάλιασα. Ειχα πεθάνει απο τον φόβο μου τόση ωρα. Έκλαιγα βουβά πάνω του όπως και τότε στις τουαλέτες. Μόνο που τωρα πονάω πιο πολυ. Πονάω περισσότερο γιατι τον βλεπω ετσι. Μαζι με αυτόν πονάω και εγω. Περισσότερο. "Μην κλαις" μου λεει σιγανά χαϊδεύοντας τα μαλλια μου. Σηκώνει το πρόσωπο μου και βλεπω επιτέλους τα ματια του. Ακουμπάει τον αντίχειρα του στο μάγουλο μου και σκουπίζει τα δάκρυα που εχουν πέσει απο τα ματια μου. "Μην κλαις. Δεν μπορω να σε βλεπω" μου ειπε τρίβοντας μου το μάγουλο. Δεν μπορούσα να τον βλεπω ετσι. Τον κουβάλησα μεχρι το κρεβάτι και το έβαλα να καθίσει. "Μ-μπορεις σ-σε π-παρακαλώ ν-να β-βγάλεις την μ-μπλούζα σου;" προσπάθησα να πω μεσα απο το κλάμα. Με άκουσε. Για πρώτη φορα με άκουσε. Χωρίς γκρίνια, χωρίς τίποτα, κοιτάζοντας με στα ματια, έβγαλε αργα την μπλούζα του. Κανονικά εδω ηταν το σημείο που θαύμαζα τους τέλειους κοιλιακούς του. Μα οχι τωρα. Όλη του η κοιλιά ειχε αίματα. Ηταν βαθειά κομμένος με μαχαίρι. Μολις το ειδα πήγα αμέσως στο μπάνιο. Δεν ηθελα να φυγω. Οχι. Πηρα μπεταντιν, βαμβάκι και γάζες. Γύρισα και τον ειδα με μισόκλειστα ματια στο κρεβατι. Όπως τον άφησα. Πλησίασα γρήγορα και άρχισα να περιποιούμαι τις πληγές του. Σε μια στιγμη τράβηξε το καρπό μου μακριά απο το σωμα του. Πόνεσε απο το μπεταντιν. Με άφησε και συνέχισα να επεξεργάζομαι το σώμα του. Οταν τελείωσα με έφερε κοντα του. Ενα δάκρυ κύλησε παλι απο την άκρη του ματιού μου. "Σε παρακαλώ μην κλαις" ειπε και με φίλησε. Δε με φίλησε στο στόμα. Κτητικα και παθιασμένα όπως τις αλλες φορές. Με φίλησε στο μέτωπο πιάνοντας τα μαλλια μου. Τον έβαλα να ξαπλώσει και μεσα σε λίγα λεπτά αποκοιμήθηκε. Δεν κοιμήθηκα. Έμεινα να τον χαζεύω και να τον παρατηρώ. Ηταν σαν αγγελος οταν κοιμόταν. Παντα ηταν.

Μην με σκεφτεσαιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora