Κεφάλαιο 19

179 23 0
                                        

Η Δάφνη επέστρεψε σπίτι με το αυτοκίνητο. Πάρκαρε στην άκρη του πεζοδρομίου με τα χέρια να τρέμουν πάνω στο τιμόνι. Ήταν όλη μούσκεμα από τον ιδρώτα. Μπήκε στο σπίτι βάζοντας με δυσκολία το κλειδί στην κλειδαριά. Πήγε στο μπάνιο, έπλυνε τα χέρια της και έριξε νερό στο πρόσωπό της. Θεούλη μου, δεν είναι αλήθεια, κάνε να μην είναι αλήθεια. Στο δωμάτιο άλλαξε ρούχα και έβγαλε τα παπούτσια της. Κατέβηκε πάλι κάτω, άνοιξε το κλιματιστικό για να στεγνώσει ο ιδρώτας και έβαλε νερό από τη βρύση σε ένα γυάλινο ποτήρι. Το τηλέφωνο χτύπησε ξαφνικά, τινάχτηκε τρομαγμένη και το ποτήρι έγινε θρύψαλα. Ήταν ξυπόλυτη και γυαλιά σκόρπισαν στο πάτωμα. Για να περάσει να σηκώσει το τηλέφωνο, τα πόδια της μάτωσαν και άφησε πίσω της ίχνη από φρέσκο αίμα. Έτρεξε λίγο, φοβόταν μήπως δεν προλάβαινε το τηλέφωνο, ήταν σίγουρα ο Νίκος. Λίγο πριν το σηκώσει, γλίστρησε στο ίδιο της το αίμα και χτύπησε το κεφάλι της στην άκρη του πάγκου· ο δυνατός γδούπος θαρρείς κι ακούστηκε σαν το κλείσιμο της εξώπορτας. Το κόψιμο στο βλέφαρο χειροτέρεψε.
     Ήταν πράγματι ο Νίκος στο τηλέφωνο όταν συνήλθε, ήθελε να δει αν όλα ήταν καλά. Ανησυχούσε γιατί το πρωί ήταν κάπως ταραγμένη...
     Η Δάφνη, χτυπώντας το κεφάλι στον πάγκο, ξέχασε όλα όσα συνέβησαν στο σπίτι της μητέρας της. Ανέβηκε όμως πάνω και φόρεσε βιαστικά τα καθαρά σανδάλια της –σκέφτηκε πως είχε πολλή ζέστη. Έπρεπε να πάει επειγόντως στο σχολείο, να αφήσει το αυτοκίνητο στον Νίκο γιατί θα ήταν κουρασμένος από τη δουλειά και χρειαζόταν το όχημα για να γυρίσει σπίτι. Άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έφυγε τόσο βιαστική, που ξέχασε να κλείσει το κλιματιστικό.

Η βοή πίσω από το μάτι (Ολοκληρωμένο)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora