Επτά μήνες αργότερα
Τρίτη, 21 ΑπριλίουΚαθόταν στη θέση του συνοδηγού και άκουγε τον αέρα να σφυρίζει μέσα στο αυτοκίνητο από τα ανοιχτά παράθυρα. Ο Νίκος καθόταν δίπλα της, οδηγούσε και της χάιδευε τρυφερά το γόνατο. Το χέρι του το ένιωθε απαλό.
«Όχι τέτοια εδώ πονηρέ, πρέπει να προσέχεις στο δρόμο», του είπε η Δάφνη.
«Άνετα μπορώ να κάνω και τα δύο».
Χαμογέλασε. «Καλά, ό,τι πείτε κύριε καθηγητά». Η Δάφνη έτριψε τα μπράτσα της. «Μήπως μπορείς να κλείσεις λίγο το παράθυρο;»
«Γιατί μωρό μου; Κρυώνεις;»
«Έχει λίγη ψύχρα». Ο Νίκος έκλεισε το παράθυρο. «Ευχαριστώ... Να σου πω, πού πάμε; Τελικά δεν μου είπες».
«Κάπου όμορφα», της είπε, και κατάλαβε πως χαμογελούσε. «Θα σ' αρέσει. Θα σε κάνει να ξεχαστείς».
«Χμ», έκανε η Δάφνη. «Υποθέτω πως πρέπει να μαντέψω».
«Σωστά υποθέτεις».
«Στην παραλία; Έχω καιρό να πάω, ήλπιζα να το θυμόσουν».
«Το έλεγες αρκετά συχνά, δεν ήταν εύκολο να το ξεχάσω». Η Δάφνη γέλασε. «Ώπα, κάποιος γελάει πολύ. Τι έγινε ξαφνικά;»
«Δεν ξέρω», είπε η Δάφνη, με το τελευταίο χαμόγελο να αργοσβήνει από τα χείλη της. «Νιώθω καλύτερα που όλα τελείωσαν. Ξέρεις...»
«Ξέρω».
«Ναι...»
«Γιατί σοβάρεψες όμως τόσο;»
«Με τη μητέρα μου...» Η Δάφνη αναστέναξε. «Ξέχνα το, είναι αυτό που θα έπρεπε να είχα κάνει εδώ και πολύ καιρό τώρα. Δηλαδή να φύγω, να φύγω από εκείνη, μακριά...»
«Είναι η σωστή επιλογή. Καμία από τις δυο σας δεν θα βλάψει η μία την άλλη». Η Δάφνη δεν μίλησε. «Εννοώ... ψυχικά, κατάλαβες».
«Ναι... Ναι, σωστά».
«Και οι εφιάλτες... σταμάτησαν, δεν είναι τυχαίο αυτό, νιώθεις πολύ καλύτερα, φαίνεται».
«Ναι υποθέτω, είμαι, είμαι πολύ καλύτερα. Αν εξαιρέσουμε πως καμία φορά με πιάνει... το κλάμα».
«Μωρό μου... μην στεναχωριέσαι για τα μάτια σου, ο δόκτωρ Έντμοντ ακόμα προσπαθεί να βρει τρόπο για να ανακτήσεις την όρασή σου. Είμαι βέβαιος πως στο τέλος θα τα καταφέρει. Το πολύ-πολύ να δώσουμε τα λεφτά από τις τελευταίες μας οικονομίες για τη μεταμόσχευση».
«Ακόμα αναλύει εκείνο το βακτήριο... και ανησυχώ μήπως δεν βρει τίποτα. Τέλος πάντων, τα πάντα, τα πάντα αρκεί να μην ξαναπεράσουμε εκείνο τον εφιάλτη».
Η Δάφνη, παρόλο που ήταν ολοκληρωτικά τυφλή, μπορούσε να καταλάβει πως ο Νίκος τής χαμογελούσε ακόμα, πιάνοντάς της τρυφερά το πόδι.
«Θυμάσαι τίποτα να μου πεις;»
«Τα... τα θυμήθηκα όλα με τον καιρό. Τα πάντα. Ό,τι συνέβη εκείνες τις μέρες. Το σπασμένο ποτήρι, τα αίματα...»
«Μιλάς για τις μέρες αφότου βγήκες από το νοσοκομείο;»
«Όχι, Νίκο. Μιλάω για τις μέρες προτού νοσηλευτώ».
Ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, με έναν τρόπο τόσο ανήσυχο, που ήταν σα να τον πρόσβαλε. «Τι ακριβώς θες να πεις; Η εγχείρηση ήταν δύσκολη, πήρε πολύ χρόνο. Ήσουν στο νοσοκομείο περίπου τέσσερις ημέρες. Από τις 10 μέχρι και τις 14 Σεπτεμβρίου. Πότε συνέβησαν όλα αυτά;»
Η Δάφνη εκτός από την όρασή της, για το υπόλοιπο της διαδρομής είχε χάσει και τη μιλιά της. Κοιτούσε σκεφτική έξω από το παράθυρο, χωρίς βέβαια να βλέπει πραγματικά κάτι, παρά μόνο αόριστα, στιγμιαία φώτα και χρώματα.
Τουλάχιστον ο εφιάλτης πέρασε, εν μέρει, και τώρα πλέον, δεν υπήρχε τίποτε μέσα στο κεφάλι της που να σκάλιζε το εσωτερικό του κρανίου της, εκτός από τις σκέψεις της. Αλλά πολλά βράδια, άκουγε μια βοή και φοβόταν πως θα γυρνούσαν πάλι τα μάτια της ανάποδα και θα έβλεπε ξανά εκείνο το στρογγυλό πράγμα να πάλλεται εκεί μέσα, να παίρνει τη μορφή της μητέρας της και να την κυνηγάει μέσα στο κεφάλι της, έως ότου να αποδειχθεί πως είναι μόνο η αρχή ενός ατέλειωτου εφιάλτη. Το απόλυτο σκοτάδι της τύφλωσης ωστόσο θα ήταν πιο τρομακτικο και από τους ίδιους της τους εφιάλτες, επειδή θα ήταν σαν να μη μπορούσε να ξυπνήσει ποτέ, και ποτέ να μη μπορούσε να ξεφύγει από τις αρνητικες της σκέψεις.ΤΕΛΟΣ
VOCÊ ESTÁ LENDO
Η βοή πίσω από το μάτι (Ολοκληρωμένο)
TerrorΗ Δάφνη είχε ένα μικρό ατύχημα και δεν θυμάται τίποτα γι' αυτό. Ο Νίκος, ο σύζυγός της, ανησυχεί όλο και πιο πολύ για την κατάστασή της, ενώ στο μεταξύ οι εφιάλτες της με την εμμονική μητέρα της μετατρέπονται σε κάτι χειρότερο και πιο απειλητικό.