Κεφάλαιο 6

262 29 8
                                    

Η Δάφνη δεν είχε άλλο ύπνο. Λογικό μετά το όνειρο, εκείνο με τα αντεστραμμένα μάτια στις κόγχες. Φοβόταν να πέσει να κοιμηθεί. Τι στο καλό ήταν αυτό το όνειρο;
Κατέβηκε να φτιάξει καφέ φίλτρου στην καφετιέρα. Είχε μήνυμα στον τηλεφωνητή.
«Όλα καλά, Δάφνη; Έφυγες ταραγμένη από το τελευταίο μάθημα και ανησύχησα. Ο Νίκος καλά; Μπορείς να λείψεις όσο θέλεις, αρκεί να μου στείλεις πίσω».
     Στεκόταν σκεφτική πάνω από το μηχάνημα, προσπαθώντας για άλλη μια φορά να θυμηθεί. Εξέτασε το μήνυμα: ταραγμένη, ήταν η λέξη που συγκράτησε. Γιατί ήταν ταραγμένη; Το πρησμένο μάτι πάντως τής έφερνε πονοκέφαλο όποτε προσπαθούσε να θυμηθεί, λες και κάποιος σκάλιζε με σφήνα το κρανίο της. Δεν ήθελε να πει καμιά βλακεία στην κυριά Φου. Αποφάσισε να μην απαντήσει ακόμη. Ήπιε μια γουλιά καφέ από το φλιτζάνι –ζεστός, ηρεμιστικός. Βοηθούσε κάπως στον πόνο, κανένας λόγος  να πάρει παυσίπονα.
Πλησίασε το νεροχύτη να πάρει ένα κουταλάκι, όταν ξαφνικά πάτησε σκόρπια θρύψαλα.
«Άου, άου!» φώναξε με ψιλή φωνή. Σήκωσε αντανακλαστικά το πόδι της και κοίταξε κάτω.
Έντονο κόκκινο αίμα πότισε το δάπεδο.  Άφησε το φλιτζανάκι στον πάγκο, απορώντας ακόμη πώς δεν της είχε πέσει κάτω. Κοίταξε τα θρύψαλα. Συνοφρυώθηκε. Στο δάπεδο ήταν τα θραύσματα του σπασμένου ποτηριού που έσπασε χθες. Αλλά θα ορκιζόταν πως τα είχε μαζέψει. Προσπαθούσε να θυμηθεί αν πράγματι τα είχε μαζέψει, μα δεν μπορούσε.
     Τότε άκουσε το κλείσιμο της εξώπορτας. Από το δεξί της μάτι, το πρησμένο, δεν είδε ποιος ήταν εκεί. Δεν μπόρεσε να δει αν κάποιος ήταν στην πόρτα. Γύρισε και κοίταξε με το αριστερό. Τίποτα, κανένας. Ίσως ο άνεμος να είχε τραντάξει το τζάμι. Πλησίασε και άνοιξε την εξώπορτα. Σήμερα δεν είχε καθόλου αέρα. Μόνο ήλιο και πολλή ζέστη. Ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε από την οδό. Κανείς. Κανείς δεν ήταν έξω.
     Κοίταξε να ελέγξει μέσα στο σπίτι. Το βλέμμα της σάρωσε το μικρό σαλόνι. Ησυχία. Ένιωσε την παρόρμηση να φωνάξει τη μητέρα της, μα θα ήταν τρελό μιας και πλέον δεν ζούσε μαζί της.
     Όταν βεβαιώθηκε ότι κανένας δεν ήταν στο σπίτι, κούνησε το κεφάλι θαρρείς πως έδιωχνε μια ανόητη σκέψη. Αυτή τη φορά φρόντισε να μαζέψει τα γυαλιά. Ο καφές είχε κρυώσει πάνω στον πάγκο ωσότου να σφουγγαρίσει τα ίχνη από το αίμα της. Εφιάλτης. Η θέα ακόμη και του δικού της αίματος ήταν εφιάλτης. Διόλου τυχαίο που φοβόταν τα νοσοκομεία.

Η βοή πίσω από το μάτι (Ολοκληρωμένο)Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang