Μέρος 1ο

41 5 1
                                    

"Πόσο ακόμα έχουμε;" ρώτησα ξεφυσόντας.

Είναι Κυριακή απόγευμα, τέλη Σεπτεμβρίου, ο καιρός είναι δροσερός. Έχουμε έρθει με τον μπαμπά για βόλτα στην Σαρωνίδα, το αγαπημένο του μέρος. Φυσικά η βόλτα δεν ήταν όπως το περίμενα. Περπάτημα, δηλαδή, κατά μήκος της παραλίας με παγωτό στο χέρι κοιτάζοντας την ανατολή. Όχι. Ο μπαμπάς έχει παρασυρθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση και απομακρυνόμαστε από την πόλη καθώς έχουμε αρχίσει να ανεβαίνουμε σε ένα λόφο. Το μέρος είναι γεμάτο ξερόχορτα και το μονοπάτι δύσβατο. Πάρα την σχετικά χαμηλή θερμοκρασία νίωθω να καίω ολόκληρη. Λογικά φταίει το πολύ περπάτημα. Ο μπαμπάς ανεβαίνει δυναμικά με ένα χαμόγελο να γεμίζει το πρόσωπό του. Ακολουθώ εγώ λαχανιάζοντας.

"Δεν έχει πολύ ακόμα" μου απαντάει χαρούμενος.

Σταματάει για λίγο και κοιτάει γύρω του ικανοποιημένος. Κοιτάω και γω. Έχουμε φτάσει αρκετά ψηλά και τα σπίτια, οι δρόμοι όλα φαίνονται μικρούτσικα. Μου θυμίζει πόλη λέγκο. Σαν αυτά που χτίζει ο αδερφός μου, και πάω και του τα χαλάω. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά. Για μένα. Ο μπαμπάς συνεχίζει ακάθεκτος. Επιταχύνω για να τον προλάβω.

............................

Έχουμε φτάσει στην κορυφή του λόφου. Από κάτω μας απλώνεται όλη η Σαρωνίδα. Το τοπίο ειναι υπέροχο. Βλέπω ολόκληρη την θάλασσα μέχρι πέρα στον ορίζοντα.

"Γρήγορα να προλάβουμε την ανατολή" ακούω τον μπαμπά να φωνάζει και τον βλεπω να κατευθύνεται προς μια ερηπωμένη παλιά οικοδομή.

Τον ακολουθώ τρέχοντας σχεδόν. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά μέχρι που φτάνουμε στον τελευταίο όροφο. Ο μπαμπας σταματάει και κάθεται στην άκρη της βεράντας αφήνωντας τα πόδια του να κρέμονται κάτω. Πλησιάζω και κάθομαι δίπλα του.

"Δεν είναι επικίνδυνο αυτό;"Ρωταω "Το μέρος φαίνεται ετοιμόρρωπο"

"Είναι" λέει "Αλλά αξίζει." Μου δείχνει με το χέρι του μακριά τον ορίζοντα.

Πραγματικά η θέα είναι μαγευτική. Ο ήλιος ανατέλει στην θάλασσα και ο ουρανός έχει πάρει ένα χρώμα της φωτιάς. Μου θυμιζει πίνακα ζωγραφικής. Γέρνω στο πλευρό του μπαμπά.

"Θα μου λείψεις αυτή την βδομάδα" του λέω

"Το ξέρω μικρή μου. Αλλά είναι σημαντική αυτή η δουλειά. Θα γυρίσω σύντομα όμως"

Του χαμογελάω. Φυσικά και θα γυρίσει σύντομα. Ούτε που θα καταλάβω τον χρόνο που θα λείψει. Του έχω αδυναμία η αλήθεια είναι. Νίωθω ότι με καταλαβαίνει καλύτερα από όλους. Έχουμε μια επαφή που με την μαμά δεν έχω. Μπορεί να του φωνάζω συνέχεια αλλά τις περισσότερες φορές δεν εννοώ ούτε τα μισά από αυτά που του λέω. Κοιτάμε για λίγη ακόμα ώρα το υπερπέραν.

Ξάφνου ο μπαμπάς σηκώνεται. Κοιτάει προς τα κάτω. Δεν προλαβαίνω να του φωνάξω και τον βλέπω να πηδάει απο την οικοδομή. Κάτω έχει άμμο και ο μπαμπάς προσγειώνεται στα μαλακά. Σηκώνεται και γελάει

"Πήδα Στέλλα" μου φωναζεί "Ήρθε η ώρα να φύγουμε"

Τον κοιτάω τρομοκρατημένη. "Θα πάω από τις σκάλες" απανταώ και γυρίζω να κατέβω.

"Έλα πήδα" μου ξαναλέει "Έχει πλάκα δεν είναι επικίνδυνο. Αν πέσεις θα σε πιάσω. Στην ζωή πρέπει να παίρνουμε ρίσκα." Γελάει

"Όχι τέτοια ρίσκα" του λέω έγω. Παρόλαυτα πλησιάζω στην άκρη. Γι'αυτό τον αγαπάω. Για τις ηλίθειες ιδέες του. Κλείνω τα μάτια και πηδάω στο κένο. Νίωθω τον αέρα να με χτυπάει δυνατά στο πρόσωπο.

...................

Η κατάβαση δεν είναι τόσο δύσκολή όσο ήταν η ανάβαση. Φτάνουμε γρήγορα κάτω στην πόλη και βρίσκουμε το δέντρο στο οποίο έχουμε αφήσει το μηχανάκι. Μου δίνει να βάλω το κράνος και φοράει και αυτός το δικό του. Πλέον έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Ανεβαίνουμε και ξεκινάμε για το γυρισμό στο σπίτι. Αυτή η διαδρομή με το μηχανάκι είναι η αγαπημένη μου. Χαμογελάω με ικανοποίηση καθώς ο μπαμπάς βάζει μπροστά την μηχανή. Σφίγγω τα χέρια μου γύρω από την μέση του.

Για Πάντα Στο Πλευρό ΣουWhere stories live. Discover now