Μέρος 5ο

19 4 2
                                    

Ήθελα να πιστέψω ότι ήταν ένα κακό όνειρο. Ένας εφιάλτης ο οποίος θα με κάνει να φωνάξω στην μέση της νύχτας, να ξυπνήσω και να έρθει τρέχοντας ο μπαμπάς να μου πει ότι όλα ήταν ένα κακό όνειρο. Ήθελα να πιστέψω ότι η ζωή μου δεν καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Γιατί χωρίς τον μπαμπά είμαστε κατεστραμμένοι. Αυτός μας ζούσε. Αυτός έβγαζε τα πολλά λεφτά για να έχουμε τα προς το ζήν και ακόμα παραπάνω. Χωρίς αυτόν θα καταρρεύσει και η μαμά. Χωρίς αυτόν θα κατερρεύσουν όλα. Κι'όμως όσο και να ήθελα να το πιστέψω δεν ήταν όνειρο.

Δεν ήταν όνειρο όταν η μαμά με παρακάλεσε να μιλήσω εγώ στο Νικόλα γιατί αυτή είχε να κανονίσει τα χαρτιά για την κηδεία. Δεν ήταν όνειρο όταν πήρα τον μικρό στο δωμάτιο μου και τον κοίταζα σαν χαμμένη χωρίς να βρίσκω τα κατάλληλα λόγια να του μιλήσω.

"Νικόλα" του είχα πει "Συνέβει κάτι άσχημο και θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι δυνατός"

"Εσύ είσαι άσχημη Στέλλα" μου είχε πει αυτός "Με αυτά τα κατακόκκινα μάτια. Με τρομάζεις"

Είχα προσπαθήσει να του χαμογελάσω αλλα δεν τα είχα κατάφερει. Δεν νομίζω ότι θα ξαναχαμογελάσω για πολύ καιρό ακόμα. Ίσως να μην ξαναχαμογελάσω ποτέ.

" Ο μπαμπάς δεν θα ξαναέρθει σπίτι" του είχα πει

"Μα τι λες τώρα. Αφού θα έρθει και μου υποσχέθηκε να μου φέρει αυτοκινητάκια να παίξουμε" είχε πει αυτός χαρούμενα

Και μένα μου είχε υποσχεθεί ότι θα γύριζε. Αλλά δεν τήρησε την υπόσχεση του. Είχα πει εγώ από μέσα μου.

"Νικόλα ο μπαμπάς πέθανε" του είχα πει κοφτά

Έμεινε να με κοιτάζει βουβός. Δεν έκλαψε, δεν είπε απολύτως τίποτα. Απλώς ήρθε προς το μέρος μου άπλωσε τα χεράκια του και τα τύλιξε γύρω από το λαιμό μου. Με αγκάλιασε σφιχτά. Τον αγκάλιασα και γω και δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Ο Νικόλας είναι μικρός. Δεν καταλαβαίνει. Θα το καταλάβει με τον καιρό όταν ο μπαμπάς δεν θα έρχεται σπίτι μετά την δουλεία και δεν θα του διαβάζει πια παραμύθια για να κοιμηθεί. Θα το καταλάβει όταν ο καιρός θα περάσει και θα συνειδητοποιήσει ότι έχει να τον δει τόσο καιρό. Τότε θα αντιληφθεί την απουσία του και το πόσο θα του λείπει. Και είναι τόσο μικρός. Τόσο μικρός για να μεγαλώσει χωρίς μπαμπά. Και ο μπαμπάς δεν πρόλαβε να τον δει να πηγαίνει για πρώτη φορά δημοτικό. Δεν πρόλαβε να τον δει να μεγαλώνει και να γίνεται ποδοσφαιριστής, το όνειρο που είχε από πάντα. Μπορεί να νιώθω εγώ ότι η ζωή μου έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά αλλά δεν μπορώ να αφήσω τον Νικόλα να μεγαλώσει έτσι. Η μαμά δεν είναι καλά. Εγώ είμαι ότι έχει και δεν θα τον αφήσω ποτέ. Τον έσφιξα ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά μου.

Δεν ήταν όνειρο όταν μας φέρανε στην Αθήνα το σώμα του μπαμπά. Δεν ήταν όνειρο όταν πήγαμε με την μαμά στο νεκροτομείο να τον δούμε. Δεν ήταν όνειρο αυτό που είδα και δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Τον μπαμπά κάτασπρο και σκληρό, σκληρό σαν πέτρα. Και παγωμένο. Με τα μάτια κλειστά. Σαν να κοιμάται. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την στιγμή που τον φίλησα στο μέτωπο και τα χείλη μου πάγωσαν από αυτό που άγγιξαν. Αυτός δεν είναι ο μπαμπάς μου. Αυτό είναι ένα άγαλμα. Γύρισες μπαμπά, είχα σκεφτεί. Ακριβώς όπως μου υποσχέθηκες. Δεν ήθελα να γυρίσεις με τέτοιον τρόπο όμως, είχα πει και είχα ξεσπάσει σε αναφιλητά. Δεν είχα αντέξει πολύ ώρα εκεί πέρα. Είχα τρέξει έξω και περίμενα την μαμά στο δρόμο.

....................

Και συνεχίζει να μην είναι όνειρο σήμερα στην κηδεία του. Σάββατο πρωί ο καιρός καλός και φωτείνος. Τι ειρωνία. Στην κηδεία έχει έρθει πολύς κόσμος. Ο μπαμπάς είχε πολλούς φίλους και ήταν σε όλους αγαπητός. Και οι φίλοι μου είναι όλοι εδώ. Η Άννα και η Ζωή δίπλα μου να με στηρίζουν. Ο Μάνος έχει έρθει και αυτός. Φένεται πραγματικά λυπημένος. Τα προβλήματα μαζί του φαίνονται σαν τίποτα μπροστά σε αυτό που ζω τώρα. Όλοι φαίνονται να με λυπούνται. Το σιχαίνομαι να με λυπούνται. Ο μπαμπάς είχε πει μπορεί να σε μισούν, να σε κοροιδέυουν αλλά ποτέ μην επιτρέψεις σε κανένα να σε λυπηθεί. Και δεν το επιτρέπω. Έχω ψηλά το κεφάλι είμαι σοβαρή και κρατάω με περηφάνια το μικρό μου αδελφάκι στην αγκαλία μου. Δεν κλαίω. Όχι όμως επειδή είμαι δυνατή. Επειδή έχω κλάψει δύο μερες συνεχόμενα τώρα και τα δάκρυά μου έχουν πια στερέψει. Μετά από κάποιο καιρό δεν υπάρχουν αλλά δάκρυα. Δεν υπάρχει άλλη πια δύναμη. Υπάρχει μόνο θλίψη την οποία αδυνατώ να σβήσω από το πρόσωπό μου. Έτσι μπορεί να φαίνομαι δυνατή μπροστά σε όλο αυτό τον κόσμο, αλλά μέσα μου καταρρέω.

Το νεκροταφείο δεν είναι μακριά από το σπίτι μας. Είναι το τοπικό νεκροταφείο της Γλυφάδας. Καθώς  κατεβάζουν το φέρετρο στον βαθιά σκαμμένο τάφο εγώ, η μαμά και ο Νικόλας ρίχνουμε μέσα τα τριαντάφυλλα. Τον αποχαιρετάμε για τελευταία φορά καθώς αρχίζουν να ρίχνουν χώμα και να καλύπτουν σιγά σιγά τον τάφο. Ο κόσμος αρχίζει να απομακρύνεται και εμείς μένουμε εκεί και κοιτάμε. Η μαμά μας αγκαλιάζει και τους δύο από τους ώμους.

"Θα είναι δύσκολα τώρα" λέει "αλλά θα έχουμε ο ένας τον άλλο"

Γυρνάμε να φύγουμε για να πάμε στο τραπέζι που έχουμε οργανώσει προς τιμήν του μπαμπά. Όπως περπατάμε ανάμεσα στους τάφους για να πάμε προς την είσοδο θα ορκιζόμουν ότι βλέπω τον Ίωνα να μας παρακολουθεί και να κρύβεται πίσω από ένα δέντρο.

Τι γυρεύει εδώ; και πως έμαθε για τον μπαμπά; Θέλω να πάω προς το μέρος του αλλά η μαμά με τραβάει για να φύγουμε. Μέσα σε λίγα λεπτά το έχω ξεχάσει.

Για Πάντα Στο Πλευρό ΣουNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ