Μέρος 6ο

20 4 2
                                    

Δεν πήγα σχολείο για δύο βδομάδες. Η μαμά δεν επέμενε αλλά άλλωστε την βλέπω ελάχιστα. Τις ώρες που είναι στο σπίτι είναι κλεισμένη στο δωμάτιό της και είτε κοιμάτε είτε κλαίει σιγανά για να μην την ακούσουμε. Προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει κάπου δουλεία. Φυσικά όλα τα λεφτά στην τράπεζα στον λογαριασμό του μπαμπά μας ανήκουν και είναι αρκετά. Αλλά εντομέταξυ είναι απαραίτητο η μαμα να βρει κάπου να δουλέψει γιατί αυτά τα χρήματα δεν θα μας καλύπτουν για πάντα. Μου λείπει. Την βλέπω σπάνια αλλα δεν μπορώ να κάνω τίποτα παρά να την αφήσω στην ησυχία της. Όχι ότι εγώ βγήκα καθόλου από το σπίτι αυτές τις δύο βδομάδες. Η πρώτη ήταν η χειρότερη της ζωής μου. Έμεινα κλεισμένη στο δωμάτιο μου και έσκισα κάθε χαρτί, κάθε σχέδιο που είχα κάνει. Τα πέταξα όλα δεν ήθελα να τα βλέπω. Δεν τα χρειαζόμουν. Δεν ήθελα να ζωγραφίσω ποτέ ξανά στην ζωή μου. Δεν είχα όρεξη για τίποτα.

Τώρα έχει μπει για τα καλά ο Οκτώμβρης, δύο βδομάδες ακριβώς από τον θάνατο του μπαμπά μου και αποφάσισα να γυρίσω στο σχολείο. Ο καιρός είναι αρκετά κρύος και συννεφιασμένος. Σηκώνομαι και πάω στο μπάνιο. Θέε μου τι χάλι αντικρίζω. Τα μάτια μου είναι κόκκινα με μαύρους κύκλους από κάτω, το δέρμα μου ωχρό και τα μαλλιά μου λαδωμένα. Το αποτέλεσμα του να μην βγαίνεις καθόλου από το σπίτι για τόσο καιρό.

Αφού κάνω ένα γρήγορο ντούζ προσπαθώ να φτιάξω το πρόσωπό μου. Βάζω μεικ απ, κονσίλερ στους μαύρους κύκλους και έντονη σκιά ώστε να καλύπτει τα κόκκινα και πρισμένα γύρω-γύρω μάτια μου. Η εικόνα μου αλλάζει με μιας, θα μπορούσα να θεωρηθώ και όμορφη έτσι. Δεν συνηθίζω να βάφομαι για το σχολείο αλλά την συγκεκριμένη στιγμή το απαιτεί η περίσταση. Φοράω το απλό τζιν μου, ένα λαδί λεπτό πουλόβερ και τα μαύρα μποτάκια μου. Είμαι έτοιμη για να πατήσω για πρώτη φορά στο σχολείο. Γιατί έτσι ακριβώς νιώθω. Μια καινούργια Στέλλα που ετοιμάζεται να πάει πρώτη φορά στο σχολείο. Και ας έχουν περάσει μόνο δύο βδομάδες.

.......................

"Πάντως όντως δείχνεις διαφορετική και φαίνεσαι καλύτερα" παρατηρεί η Ζωή

Είναι διάλλειμα και έχουμε αράξει στην καφετερεια οι τρείς μας.

"Νίωθω διαφορετική. Δεν έχω μπαμπά." Της τονίζω

Τα κορίτσια δεν μιλάνε. Ξέρω ήμουν απότομη. Κατεβάζω θλιμμένη το κεφάλι.

"Ο Μάνος ρωτούσε για σένα" λέει η Άννα κάποια στιγμή.

"Και τι του είπες;"

"Καταλαβαίνει ρε συ. Τον λόγο που δεν ερχόσουν. Απλά ήθελε να μάθει πως είσαι. Του είπα ότι είσαι εντάξει"

Για Πάντα Στο Πλευρό ΣουWo Geschichten leben. Entdecke jetzt