~Κεφάλαιο 2ο~

37 11 1
                                    

~Sean’s POV~

Σηκώθηκα και πήγα στο καθιστικό όπου ήταν και η πόρτα. Την άνοιξα και είδα τον Κρίστοφ με ένα μεγάλο χαμόγελο. Ο Κρίστοφ είναι ένας οικογενειακός μας φίλος. Τα μαλλιά του είναι πορτοκαλί σαν της μαμάς μου και τα μάτια του είναι  πράσινα. Τον Κρίστοφ τον αγαπώ περισσότερο από όλους! Με καταλαβαίνει απόλυτα. Είναι σαν να είμαστε το ίδιο άτομο…

Ό,τι πρόβλημα κι αν έχω με την Έμυ εκείνος ξέρει τι να κάνω. Ώρες ώρες πιστεύω πως με αγαπάει περισσότερο απ’την μαμά. Είναι σαν τον πατέρα που ποτέ δεν είχα. Μαζί παίζουμε, γελάμε, βγαίνουμε βόλτες και κοροϊδεύουμε την μαμά.

-ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΚΡΙΣΤΟΟΟΟΦ

Του φώναξα αγκαλιάζοντάς τον. Εκείνος με αγκάλιασε σφιχτά, γέλασε πνιχτά και μου είπε:

-Γεια σου Σον! Πάμε;

-Μισό να το πω στην μαμά. Μαμαααα πάω μία βόλτα με τον θείοοοο!
Φώναξα

Ναι τον λέω θείο… Ίσως επειδή τον ήξερα από πάντα… Και εκείνος μου έχει πει να τον φωνάζω έτσι…

-Μην αργήσετε όμωωωως! Μην γυρίσετε μεσάνυκτα και σας ψάχνω πάλι! Μου απάντησε η μαμά

-Μην ανησυχείς θα στον φέρω γρήγορα. Της απάντησε.

Γύρισα και κοίταξα τον Κρίστοφ με το πονηρό χαμόγελο που μου έμαθε εκείνος και μου το ανταπέδωσε. Γελάσαμε και οι δύο ψιθυριστά για να μην μας ακούσει η μαμά. Ακούσαμε και οι δύο ένα ωωχχ και φύγαμε γελώντας ενώ κατεβαίναμε τις σκάλες. Όταν βγήκαμε έξω απ’το σπίτι γύρισε και μου είπε με σοβαρό ύφος:

-Σον, θα πάμε κάπου διαφορετικά αυτήν την φορά. Είπε με βαθιά φωνή που με έκανε να γελάσω

-Οκ. Του απάντησα

Μου έπιασε το χέρι και άρχισε να με οδηγεί. Στρίψαμε αριστερά και βρεθήκαμε σε ένα στενάκι. Μετά ξαναστρίψαμε δεξιά και εκεί υπήρχε μία πλατεϊτσα.

-Φτάσαμε;

-Όχι ακόμα…

Προχωρήσαμε παρά πέρα και φτάσαμε σε ένα στενό όπου δεν ήταν κανείς. Εκεί υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτάκι.
-Εδώ είναι;
-Ναι…
Φαινόταν πολύ παλιό... Και περίεργο... Πίστευα πως δεν υπήρχαν τέτοια σπίτια πλέον...

 Με σήκωσε έτσι ώστε να περάσω πάνω απ’τα ξύλινα κάγκελα

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Με σήκωσε έτσι ώστε να περάσω πάνω απ’τα ξύλινα κάγκελα. Με μία μανούβρα εκείνος πήδηξε τα κάγκελα και άνοιξε την πόρτα που ήταν ξεκλείδωτη.

-Έμπα μέσα.

Μου είπε και με έσπρωξε ελαφρά. Μόλις μπήκα έπεσε το σαγόνι μου στο πάτωμα. Ήταν ότι πιο παλιό έχω δει ποτέ μου!
Στα αριστερά ήταν η… κουζίνα; Αυτό ήταν νεροχύτης; Δεν ξέρω… Τα ντουλάπια ήταν όλα ανοιχτά και φαίνοντας όλα τα βρώμικα παλιά πιάτα. Στ’ αριστερά ήταν το σαλόνι… το οποίο δεν είχε τηλεόραση αλλά μόνο δύο παλιούς καναπέδες. Στο βάθος ήταν μία πόρτα. Εκεί λογικά θα είναι το μπάνιο και οι κρεβατοκάμαρες. Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι και όλο το σπίτι είχε τις αποχρώσεις του γκρι και του καφέ που θύμιζε εξοχικό. Περιέργως ήταν… κάπως καθαρά… Μάλλον ο θείος καθάρισε για να έρθω. Εξάλλου δεν γίνεται να φέρεις ένα παιδί στην μπίχλα.

- Κάτσε εκεί.

Μου έδειξε με το χέρι του μία ξύλινη καρέκλα και πήγα και κάθισα. Κάθισε και εκείνος δίπλα μου. Γύρισε και με κοίταξε χαμογελαστά

-Εδώ θα είναι το σημείο μας. Δεν μπορείς να φέρεις κανέναν εδώ. Ο,τι δεις και ο,τι ακούσεις δεν θα το πεις σε κανέναν! Κατανοητό;

Κοίταξα για άλλη μία φορά το σπίτι. Έγνεψα θετικά ενθουσιασμένος.

-Ωραία…

Γεια σαααας
Ελπίζω να σας άρεσε το κεφ
Το επόμενο θα είναι του καστ κ θα μπει πιο αργά σμρ...
*κανείς δν νοιάζεται😢*

Φιλια πολλά
~Σοφία~

In Another WorldWhere stories live. Discover now