8. Calling

277 25 12
                                    

Έμεινα στο έδαφος μέχρι να φτάσω αρκετά μακρυά από την κατοικημένη περιοχή και όταν ήμουν σίγουρος πως κανένας δεν θα με έβλεπε, έβγαλα τα φτερά μου και απογειώθηκα στον αέρα.

Στην αρχή απλά έπαιρνα ύψος συνέχεια μέχρι που όλα έμοιαζαν να απέχουν ολόκληρους κόσμους από μένα. Ακόμα και τότε συνέχισα να πηγαίνω προς τα πάνω χωρίς να έχω φύγει από τι σημείο που στεκόμουν πριν από λίγο μέχρι που έφτασα στα μαύρα σύννεφα στον ουρανό και τα ξεπέρασα και αυτά. Τότε σταμάτησα και στάθηκα ακίνητος στο σημείο εκείνο στον αέρα χτυπώντας τα φτερά μου ίσα ίσα για να μείνω στον αέρα. Αυτό ήταν κάτι ακόμα που είχα μάθει να κάνω μετά από λίγο καιρό, τελικά δεν ήμουν σαν τα πουλιά που έπρεπε να χτυπάνε τα φτερά τους και να κουνιούνται ταυτόχρονα. Εγώ μπορούσα να μείνω σε ένα σημείο για όσο ήθελα.

Εδώ πάνω ο αέρας ήταν πιο λίγος και κανονικά θα ήταν δύσκολο να αναπνεύσει κανείς αλλά εγώ το είχα συνηθίσει πλέον. Πάνω από τα σύννεφα ήταν πάντα τόσο γαλήνια, μακρυά από το έδαφος και τους ανθρώπους, μακρυά από όλους και όλα όσα με φοβούνται και θέλουν να με σκοτώσουν. Μακρυά από την προδοσία που δεν είχα διαπράξει ποτέ και με κυνηγάει ακόμα. Εδώ ήταν πάντα ήσυχα, και τα αστέρια στόλιζαν τον ουρανό για το φεγγάρι για να φωτίσουν μαζί τον κόσμο. Και όμως κάθε φορά που έρχομαι εδώ πάνω νιώθω λες και το μόνο πράγμα που ήθελα έχει στραφεί εναντίων. Ένιωθα προδομένος από τον εαυτό μου και δεν υπήρχε χειρότερη αίσθηση.

Με τον θυμό μου να αυξάνεται και με επίκεντρο τον εαυτό μου έγειρα μπροστά και μπήκα ξανά μέσα στα σύννεφα. Συνέχισα την κάθοδο και μόλις άρχισα να βλέπω το έδαφος γύρισα προς τα δυτικά όπου μετά από αρκετές πόλεις υπήρχε ένα μικρό χωριό σέβονται την προσωπική ζωή του καθενός. Εκεί υπήρχε ένα μικρό σπίτι όχι πολύ μακρυά από το χωριό που κάνεις δεν χρησιμοποιούσε για πολλά χρόνια και είχα εγκατασταθεί εκεί.

Η διαδρομή ήταν σχετικά μικρή από τον αέρα αλλά για κάποιον λόγο προσπαθούσα να καθυστερήσω όσο περισσότερο μπορούσα. Συνέχεια κοιτούσα τη γη όπου έβλεπα τους δρόμους που οδηγούσαν κάπου αλλού,  τα δάση γεμάτα ζωή και τις φωτιές των περαστικών που περνούσαν το βράδυ έξω. Έβλεπα τις μικρές και μεγάλες πόλεις που είχαν πέσει για ύπνο με εξαίρεση ορισμένα κομμάτια που είχαν κόσμο τα βράδια κυρίως. Όπου και αν πήγαινα όμως ένα πράγμα συνέχιζε να έρχεται στο μυαλό μου ξανά και ξανά, βασανίζοντας την συνείδηση μου. Η εικόνα του προσώπου όσων είχαν δει τα ματωμένα φτερά μου την πρώτη φορά, η έκφραση του τρόμου και της εγκατάλειψης που βίωσα εκείνη την ημέρα πάντα θα ήταν χαραγμένα στις αναμνήσεις μου.

Wings Of Midnight (Now Completed)Onde histórias criam vida. Descubra agora