κεφάλαιο 6ο

87 9 0
                                    

Πεταμένη στην άκρη του δρόμου και τρομοκρατημένη κοιτάει τον άντρα που τη σημαδεύει πιστεύοντας πως ήρθε το τέλος. .
Ο άντρας με το άλλο χέρι ρίχνει φως με τον φακό του στο πρόσωπο της...
''Ω, Θεέ μου.  Χρυσά; " τη ρωτάει κι αμέσως φυλάει το όπλο στη θήκη της ζώνης του και την πλησιάζει. Εκείνη ένιωθε να αναγνωρίζει την φωνή του όμως ήταν ακόμη πολύ ταραγμένη.. Ήταν πολύ χτυπημένη..
"Χρυσά είσαι καλά; " είπε καθώς την πλησίαζε και προσπάθησε να σηκωθεί αλλά μάταια.. Έπεσε λιπόθυμη στην αγκαλιά του.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε σε ένα δωμάτιο προσπαθώντας να καταλάβει που βρίσκεται όταν ξαφνικά άκουσε την πόρτα να ανοίγει.
"Καλημέρα, είσαι καλά; " τη ρώτησε μια κυρία γύρω στα 55 χαμογελώντας της.
"Καλά είμαι. Που βρίσκομαι; " είπε η Χρύσα με μια περιέργεια στη φωνή της όμως πριν προλάβει να απαντήσει η κυρία μπροστά της άνοιξε ξανά η πόρτα και άκουσε κάποιον να ρωτάει.
"Καλημέρα μαμά, ξύπνησε η Χρύσα; "
"Ναι αγόρι μου έλα να τη δεις." είπε η κυρία κι εκείνος πλησίασε.
"Καλημέρα Χρύσα. Πως είσαι σήμερα; "
Όταν τον είδε έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει ανακουφισμένος. Ένιωθε ασφάλεια κοντά του. Μια περίεργη αίσθηση την είχε κατακλύσει. Κάτι που είχε να νιώσει πολύ καιρό.
"Μάνο; πως βρέθηκα εδώ; " του είπε εκείνη και περίμενε να της απαντήσει
"Έλα, να φας κάτι θα πρέπει να πεινάς πολύ.  Μετά θα πάμε μια βόλτα και θα συζητήσουμε. "
"Εντάξει. Πάμε. " είπε και τον ακολούθησε. Αφού έφαγαν το πρωινό τους ο Μάνος είπε στην μητέρα του πως θα έφευγαν και θα γύριζαν για μεσημεριανό. Βρέθηκαν σε μια πολύ ήρεμη παραλία και περπατούσαν κι η Χρύσα έσπασε τη σιωπή τους.
"Πως βρέθηκε εκεί; " ρώτησε τον Μάνο.
"Είχα πάει για κυνήγι. Νόμιζα ότι ήσουν μεγάλο ζώο γι αυτό σε σημαδευα με το όπλο. Όταν σε πλησίασα και είδα ότι ήσουν εσύ πάγωσε το αίμα μου. " είπε ο Μάνος με τα κάστανα μάτια του να έχουν γίνει σχεδόν μαύρα από τη θλίψη της αναμνήσεις τον χθεσινών γεγονότων. Η Χρύσα δεν μίλησε κοιτούσε την άμμο και περπατούσε αργά δίπλα του.
"Αλήθεια, ποιος σου το έκανε αυτό; " είπε εκείνος καθώς σταμάτησε και την έπιασε από το χέρι κοιτώντας τα μάτια της.
"Καλύτερα να μην ξέρεις. Δεν χρειάζεται να μπλεχτείς κι εσύ σε αυτή την ιστορία."
"Μα γιατί;  Τι συμβαίνει Χρύσα; Από ποιον κινδυνεύεις; " είπε εκείνος αλλά εκείνη δεν απάντησε.. Συνέχισαν να περπατούν και του είπε.
"Είναι πολλά που δεν ξέρεις και καλύτερα να μη μάθεις γιατί θα κινδυνεύεις κι εσύ μετά και η οικογένεια σου. Μετά θα μαζέψω τα πράγματα μου και θα φύγω πριν ανακαλύψουν ότι είμαι εδώ."
"Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να φύγεις εάν δεν βεβαιωθώ ότι είσαι τελείως καλά. Σε έχουν χτυπήσει πολύ άσχημα Χρύσα δεν θα διακινδυνευσω να πάθεις κάτι." της είπε και την πήρε αγκαλιά. Μια αγκαλιά που η Χρύσα είχε τόσο ανάγκη. Έμειναν εκεί αγκαλιασμένοι για λίγο κι έπειτα γύρισαν σπίτι του.
Η μάνα του τους περίμενε χαμογελαστή όπως πάντα κι αφού τους καλωσόρισε τους είπε να καθίσουν στο τραπέζι να σερβίρει το φαγητό.
"Κυρία Δέσποινα, ήρθα να σας βοηθήσω" είπε Χρύσα και μπήκε στην κουζίνα.
"Έλα κορίτσι μου. Δεν θέλω βοήθεια αλλά αν θέλεις κανε μου λίγη παρέα. " είπε η μητέρα του Μάνου και της κράτησε τα χέρια της τρυφερά.
"Κορίτσι μου, δεν ξέρω ποιος σου το έκανε αυτό. Αλλά ξέρω να ξεχωρίζω τους ανθρώπους. Εσύ δεν είσαι κακή κοπέλα. Φαίνεται ότι είσαι βασανισμένη και να ξέρεις πως εδώ θέλω να νιώθεις σαν στο σπίτι σου. " είπε η κυρία Δέσποινα συγκινημένη και η Χρύσα την έσφιξε κλαίγοντας στην αγκαλιά της.
"Εϊ, τι κάνετε εσείς εδώ; Πότε θα φάμε; Πείνασα." είπε μπαίνοντας ο Μάνος και κοίταξε με απορία τις δυο γυναίκες που ήταν αγκαλιασμενες ακόμη.
"Πάντα ανυπόμονος την ώρα του φαγητού. Σαν τον πατέρα σου. " είπε η κυρία Δέσποινα και πριν προλάβει καλά καλά να τελειώσει την πρόταση μπήκε μέσα ο κύριος Γιώργος, ο μπαμπάς του Μάνου, ρωτώντας.
"Δέσποινα είναι έτοιμο το φαγητό; "
"Τι σου έλεγα κορίτσι μου; " απευθύνθηκε στην Χρύσα γελώντας και γέλασε κι εκείνη.
"Αντε ελάτε να φάμε θα κρυώσει."
Μόλις έφαγαν ή Χρύσα κι ο Μάνος πήγαν επάνω.
"Το δωμάτιο σου είναι αυτό; " του ειπε
"Ναι, αλλά μην ανησυχείς υπάρχει κι άλλο δωμάτιο που είναι ξενώνας. Απλά σε έβαλα εδώ για να είσαι πιο άνετα στο διπλό κρεβάτι. "
"Σε ευχαριστώ πολύ. Δεν ήταν ανάγκη αλήθεια. " είπε εκείνη και του χαμογέλασε τρυφερά
Εκείνος την πλησίασε της χάιδεψε το μάγουλο απαλά κι ύστερα έσκυψε και φίλησε τρυφερά τα χείλη της.
"Μάνο; Καλύτερα να πάω σπίτι μου." είπε εκείνη
"Μα γιατί; Γιατι; Αφού το θες κι εσύ το βλέπω στα μάτια σου. "
"Όχι Μάνο. Δεν θέλω να περιπλεξουν κι άλλο τα πράγματα μεταξύ μας. Είσαι πολύ καλός και δεν θέλω να σε πληγώσω. Καλύτερα να μείνουμε φίλοι. " είπε και μάζεψε τα πράγματα της
"Ωραία, αλλά θα σε πάω εγώ σπίτι και δεν δέχομαι αντίρρηση. " είπε αποφασιστικά και εκείνη χωρίς να μπορεί να αρνηθεί τον ακολούθησε.
Έφτασαν έξω από το σπίτι της και την βοήθησε να ανέβει πάνω όμως τους περίμενε μια έκπληξη. Μια έκπληξη πολύ δυσάρεστη..

Τι έκπληξη άραγε περίμενε τον Μάνο και ην Χρύσα;;;;;  Θα μάθουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Μέχρι τότε σας χαιρετώ. Αν σας άρεσε βάλτε μου ένα 🌟, εάν δεν σας άρεσε γράψτε μου ένα σχόλιο καθώς είναι το πρώτο μου βιβλίο κι είναι λογικό να κάνω λάθη. Με την βοήθεια σας μπορώ να τα διορθώσω..  Σας ευχαριστώ για την ανάγνωση......

Για πάντα. Στο υπόσχομαι!Where stories live. Discover now