Μέρος 54 √

212 27 1
                                    


Πέρασαν αρκετές ώρες μέχρι τη στιγμή που η πόρτα άνοιξε και μια βιαστική νοσοκόμα εισχώρησε μέσα. Το βλέμμα της υπεροπτικό και κουρασμένο, η φωνή της απότομη και ευέξαπτη.

«Λοιπόν...για πάμε, σιγά σιγά, να δούμε τι γίνεται.» αποφάνθηκε απότομα και απρόθυμα, στρώθηκε στη δουλειά.

Τους άλλαξε σε ρούχα ασθενή, ανοιχτό γαλάζιο φαρδύ μπλουζάκι και φαρδύ παντελονάκι ίδιου χρώματος, έπειτα μέτρησε το βάρος και το ύψος τους. Οι κινήσεις της είχαν κάτι το μηχανικό, λόγω συνήθειας, παρατήρησε ο μικρός. Τους πήρε την πίεση και λίγο αίμα, χωρίς να λέει τίποτα. Δεν ρώτησε τα ονόματα τους, ίσως τα ήξερε ήδη. Έγραψε τα στοιχεία τους, σε δύο μπλοκάκια και τοποθέτησε το ένα στο κάγκελο του κρεβατιού του ενός και το δεύτερο στο άλλο. Και έφυγε απότομα, όπως ήρθε.

«Είναι πολύ απασχολημένοι όλοι τους...» σχολίασε το αγόρι με το πράσινο βλέμμα.

Ο μικρός αρκέστηκε σε ένα αόριστο νεύμα του κεφαλιού, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει πως η βιασύνη της νοσοκόμας του φαινόταν κάτι άλλο. Δεν μιλούσε πολύ. Το μυαλό του ήταν μονίμως συγκεντρωμένο στην δύσκολη μέρα και στο πρόσωπο που απεχθανόταν. Το στομάχι του είχε έναν περίεργο κόμπο από το πρωί, τα μάτια του έπιαναν μικρές κινήσεις, σαν ταλαντώσεις στο έδαφος. Απο πάντα τα έβλεπε αυτά, πλέον όμως ήταν πιο έντονα. Ροδάκια ακούστηκαν έξω από την πόρτα τους, σαν ένα μικρό τρεχάμενο αμαξάκι.

Πόσο θα έμεναν εδώ;


• • •


Την ώρα του βραδινού, μια διαφορετική νοσοκόμα -όχι λιγότερο βιαστική κι αφηρημένη στη δική της ροή σκέψεων- τους σερβίρισε ζεστές πατάτες με τρυφερό κοτόπουλο. Ο μικρός έφαγε χωρίς όρεξη λίγο κοτόπουλο, δίνοντας τις πατάτες στο συγκάτοικο του. Η γυναίκα του έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα, χωρίς να κάνει τον κόπο να τον σταματήσει.

«Δεν θα τις φάς...; Έλα τώρα, πώς θα ψηλώσεις; Θα μείνεις νάνος για πάντα, θα μιλάς με ααργκ! και θα ψάχνεις χρυσάφι στα παπούτσια.» του είπε με συνοφρυωμένο ύφος ο μεγάλος.

Ο μικρός τον κοίταξε ανεξιχνίαστα: «Με ααργκ, μιλάνε οι πειρατές.»του είπε ψυχρά και ο μεγάλος χασκογέλασε.

«Α, ναι, το ξέχασα.» χτύπησε απαλά την παλάμη του στο μέτωπο. Ύστερα έβαλε επιδεικτικά μια πατάτα στο στόμα του: «Και πάλι όμως, νάνος θα μείνεις!»

Η νοσοκόμα χάθηκε πίσω απ'την πόρτα λίγα λεπτά μετά. Παίρνοντας μαζί της τα άδεια πιάτα, δήλωσε με απάθεια πως ήταν η ώρα του ύπνου. Ο αέρας που άφησε πίσω της, άφησε το δωμάτιο κρύο και γκριζωπό λευκό, όταν έσβησε τα φώτα.

Ο μικρός ήξερε από εκείνο το ασπρόμαυρο πρωινό πώς θα του ήταν αδύνατο να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα. Το είχε αποδεχτεί. Με μάτια καρφωμένα στο ταβάνι κι ακίνητος, ανέπνεε απαλά. Κάτι τον ενοχλούσε. Ένα περίεργο συναίσθημα έκανε κύκλους πάνω απ'το κεφάλι του, σαν μαύρο όρνεο, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ακόρεστη πείνα του -ήταν σάρκα αυτό που ήθελε ή λίγες απ'τις σκέψεις του; Μια απροσδιόριστη διαίσθηση.

Το σαράκι της ενόχλησης κέρδισε και σηκώθηκε αθόρυβα απ'το υπερβολικά μαλακό κρεβάτι. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών του, ξυπόλητος, έφτασε στην πόρτα. Την άνοιξε απαλά και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο συνομίληκό του, βγήκε έξω.

Στάθηκε έξω από την πόρτα δώδεκα, ανασαίνοντας απαλά, κοιτώντας τριγύρω. Ήξερε το μέρος. Η μητέρα του τον ειχε πάρει μαζί πολλές φορές, δεδομένου οτι δεν ήταν κανείς σπίτι για να τον προσέχει. Κι έτσι γνώριζε τα κατατόπια, από τότε που είχε αρχίσει να θυμάται πράγματα. Ίσως καλύτερα από κάποιες νοσοκόμες εδώ γύρω.

Περπάτησε στους δαιδαλώδης διαδρόμους αθόρυβα, σαν μικρή λευκή σκιά. Κανείς δεν τον πρόσεξε. Θα έλεγε κανείς πως είχε πάντοτε αυτή την ιδιαιτερότητα, να περνάει απαρατήρητος ανάμεσα στα πλήθη.

Στον τελευταίο διάδρομο οι άνθρωποι εκμηδενίστηκαν πλήρως, προς μικρή του ανακούφιση ή και μικρής του ανησυχίας. Ήταν κάπως σκοτεινά. Τα φώτα του διαδρόμου ήταν σβησμένα, εκτός από ένα χαμηλό, που ξέφευγε απ'τη σχισμάδα μιας μισάνοιχτης πόρτας, που του προκάλεσε μια μικρή ανατριχιλα.
Το γραφείο του διευθυντή.

Ο μικρός ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά όσο οι σκέψεις του διχάζονταν αναμεταξύ τους. Κάτι μιλούσε σιγά μέσα του• η καλή πλευρά του έλεγε να γυρίσει στο κρεβάτι και να κοιμηθεί, να τα ξεχάσει όλα και να ξυπνήσει αύριο ανάλαφρος για τη νέα μέρα στην καινούργια ρουτίνα. Όμως δεν μπορούσε. Ήξερε από εκείνο το ασπρόμαυρο πρωινό πως δεν θα μπορούσε ποτέ να πάρει μια τέτοια απόφαση. Κάτι άλλο, πιο βαθύ, του έλεγε πως δεν θα υποχωρούσε. Του έλεγε πως κάτι μεγάλο ερχόταν γι'αυτόν, μια έκπληξη, που επίσης θα τον βοηθούσε στην νέα ρουτίνα...

Πλησίασε αργά την πόρτα, παρόλο που το μέσα του του έλεγε να μην το κάνει, και σιγά, έβαλε το κεφαλάκι του κοντά στη σχισμη για να κρυφοκοιτάξει.

Σαν να κοιτούσε κατευθείαν στο περιεχόμενο ενός καταραμένου κουτιού, αυτό που είδε τον έκανε να σταθεί ακίνητος στη θέση του.

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουOù les histoires vivent. Découvrez maintenant