Μερος 74✓

189 23 1
                                    


Μέσα στο γραφείο επικρατούσε σιγή, μόνο ενα αχνό αδύναμο φως το φώτιζε, βγάζοντας έναν μονότονο υπόκωφο ήχο σαν βούισμα. Ο Αχιλλέας στάθηκε λίγο για να συνηθίσουν τα μάτια του.

Όταν συνήθισε το μισοσκόταδο, μπόρεσε να δει. Τα ομιχλώδη πλοκάμια γλιστρούσαν κάτω από τα πόδια του, σαν αηδιαστικό τσούρμο φιδιών και κατευθύνονταν προς τις σκοτεινές μεριές του γραφείου. Το βλέμμα του τα ακολούθησε προς το έπιπλο.

Ο άθλιος κοιμόταν πάνω στο γραφείο, μουδιασμενος και πρησμένος, με τα χέρια του να κρέμονται στις άκρες του επίπλου σαν ξεραμένα φυτά. Γύρω του σκορπισμένα μπουκάλια που μύριζαν οινόπνευμα και αλλά που ο μικρός δεν μπορούσε να διαβάσει, άλλα βρωμούσαν το ίδιο. Φαινόταν ότι είχαν κανει ξέφρενο πάρτυ με ποτό και χαρτί. Ξανά.

Ο Αχιλλέας έτριξε τα δόντια του θυμωμένος. Ειχε καιρό να αισθανθεί το δηλητηριώδη θυμό που έβραζε μέσα του. Αυτόν τον αδιόρθωτο μπάσταρδο, που οι γύρω τον αποκαλούσαν πατέρα του με μια ακατανόητη ευκολία και άνεση. Κανείς όμως δεν είχε μιλήσει- ισως να μην είχαν παρατηρήσει καν- πως ποτέ δεν τον είχε επισκεφτεί στο δωμάτιο δώδεκα, ακόμα όταν τον έφεραν πίσω μισοπεθαμενο και παγωμένο.

Οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν μόνο να βάζουν ταμπέλες, μέχρι εκεί έφτανε η προσπάθειά τους. Το νόημα που υπήρχε από πίσω δεν τους ενδιέφερε καν, ξαφνικά γίνονταν πολυάσχολοι και περίπλοκοι όταν καλούνταν να εμβαθύνουν στην ουσία.

Το παιδί έκανε λίγα βήματα προς το μέρος του επίπλου. Η ανάσα του άντρα έβγαινε βαριά από το μισάνοιχτο στόμα του.

«Ξύπνα.» πρόσταξε ψυχρά ο μικρός με φωνή σταθερή και αρκετά δυνατή για να ακουστεί.

Σύντομα το παιδί ένιωσε ταραχή να μουδιάζει το μυαλό του. Ο άθλιος σήκωσε απότομα το κεφάλι του και τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα απ'τον ύπνο και απ'το μεθύσι. Είχε πιεί. Πολύ.

Ο άντρας έμεινε να τον κοιτάζει ανεκφραστος για λίγο, στενευοντας τα μάτια του, προσπαθώντας να εστιάσει στην θολή εικόνα μπροστά του. Όταν κατάλαβε ποιός στεκόταν μπροστά του με βλέμμα παγωμένο, σκούρο μπλε από το σκοτάδι, χαμογέλασε αμυδρά.

«Ααα...να και ο πολυαγαπημένος γιοθς...»ψευδισε αργά.

Ο Αχιλλέας έδιωξε το αίσθημα του φόβου και άφησε λίγο χώρο στην ακατανόητη ευφράδεια που διέθετε το μυαλό του στις πιο σκοτεινές γωνιές του. Παρατήρησε όμως υποσυνείδητα, πως η δόση της αυτή τη φορά ήταν λιγότερη, λες και την είχε καταναλώσει σχεδόν όλη.

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουDove le storie prendono vita. Scoprilo ora