Θεία Δίκη Β'

37 13 2
                                    

Κοίταξε την εκκλησία που για χρόνια υπήρξε καταφύγιο. Ο σταυρός που στόλιζε την πέτρινη σκεπή έστεκε περήφανος, μα ο Τζακ τον αισθανόταν να καίει την ίδια του την ύπαρξη. Η σάρκα του έκαιγε ενώ η σκέψη να μπει στον ναό τον τρόμαξε περισσότερο. Εκείνη την μέρα δεν φόρεσε τα ράσα του. Η πρωινή τελετουργία δεν θα ξεκινούσε. Πως θα μπορούσε να μιλήσει στον κόσμο για τον δρόμο του Θεού όταν ο ίδιος είχε αποστατήσει; Ένας άλλος άντρας, διαφορετικός από τους άλλους, είχε επιβάλλει την δική του πίστη στην καρδιά του. Η ματιά του έπεσε πάλι στην εκκλησία. Οι φλόγες τύλιξαν το κτήριο με μανία, καπνός μαύρος, πυκνός απλώθηκε στην μικρή πόλη, ενώ η μυρωδιά καμένης σάρκας δηλητηρίασε τον αέρα. Ήταν ελεύθερος.

Μικρά ΑγκάθιαWhere stories live. Discover now