♧♧♧
Για ακόμη ένα βράδυ ο Μπράμς δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Το μυαλό του συνέχιζε να βαδίζει στα σκοτεινά του μονοπάτια, κάτι που σήμαινε πως η τρέλα του δεν τον άφηνε σε ησυχία. Η ώρα είχε ήδη περάσει, καθώς καθόταν στο πάτωμα και κάπνιζε ανενόχλητος κοιτώντας πότε το παράθυρο και ποτέ την νεκρή αγαπημένη του, που βρισκόταν ακριβώς από δίπλα του.
Έσβησε το τελειωμένο του τσιγάρο στο τασάκι και μόνο όταν έβγαλε την μάσκα από το πρόσωπο του, το μυαλό του άρχιζε να σκέφτεται πιό λογικά. Άφησε μια βαθιά ανάσα να ξεφύγει από τα χείλη του, όσο οι σκέψεις του ταξίδευαν στην μοναδική αγαπημένη με την οποία ήταν -και είναι ακόμη- ερωτευμένος. Την Γκρέτα.
Ο κόμπος στον λαιμό του δεν τον άφηνε σε ησυχία, διότι ήδη του έλειπε. Ήδη την χρειαζόταν. Η απουσία της τον τρόμαζε, πρώτη φορά ένιωθε ότι έχει ανάγκη, έστω και λίγο, κάποιον. Το γεγονός ότι έφυγε έτσι από κοντά του, με αυτόν τον τρόπο, τον έκανε να φοβάται ακόμη και για τον ίδιο του τον εαυτό.
Τί και αν εκείνη διέδιδε σε όλους όσα είχε περάσει; Τί και αν τον πρόδιδε, κι εκείνος ήταν αναγκασμένος να κλειστεί πίσω από τα σίδερα, σε συνδιασμό με την δημοσίευση κάθε σπιθαμής του σκοτεινού του παρελθόντος;
Η ώρα είναι σχεδόν έξι, όταν αποφασίζει να σηκωθεί από τα κρύα πλακάκια του πατώματος. Τρίβει τα μάτια του, και προσπαθεί να βάλει τις σκέψεις του για ακόμη μια φορά σε μια σειρά. Σε λίγο θα ξημερώσει και δεν έχει ακόμη πολύ χρόνο.
Παίρνει στα χέρια του το μαχαίρι που βρίσκεται στο πάτωμα και με γοργά βήματα κατευθύνεται προς το μπάνιο, για να καθαρίσει κάθε ίχνος αίματος από πάνω του. Επιστρέφει και πάλι στο δωμάτιο και κρύβει στην ντουλάπα του τα δύο αυτά εργαλεία, το μαχαίρι και την μάσκα. Ακουμπάει την πλάτη του πάνω στην ντουλάπα, μόλις την κλείσει, και μένει για λίγο ακίνητος να κοιτάει το νεκρό σώμα που βρίσκεται απέναντί του.
Καταπίνει αργά, νιώθει σχεδόν τα μάτια του να τσούζουν και ένας λυγμός μπλέκεται στον λαιμό του καθώς την πλησιάζει.
«Συγγνώμη.. » ψιθυρίζει με τρεμάμενη φωνή καθώς σκύβει από πάνω της για να της αφήσει ένα απαλό φιλί στο κρύο της μέτωπο. Αφήνει μια βαθιά ανάσα, όσο ένα μικρό δάκρυ πέφτει αργά στο μάγουλό του και μένει να την παρατηρεί για λίγα ακόμη δευτερόλεπτα.
YOU ARE READING
The Boy
Fanfiction❝Μία τελευταία επιθυμία;❞ η ειρωνική και αρρωστημένη χροιά της φωνής του Μπράμς, χτυπάει σαν σειρήνα στα αφτιά του Άλντεν. Μόνο που οι αισθήσεις του είναι πλέον πιό έντονες, πιό ζωντανές. Έτσι αισθάνεται κάθε άνθρωπος, όταν πλησιάζει τον θάνατο, λέ...