Την έβλεπα να μαραζώνει μέρα με τη μέρα... Με τρόμαζε να τη βλέπω έτσι.
Έτσι ήταν και όταν την άφησες ηλίθιε! σκέφτηκα και το χειρότερο είναι πως τότε μπορούσα να κάνω κάτι.
Η Σκάρλετ πάντοτε ήταν κάτι ξεχωριστό για μένα. Κάτι ιδιαίτερο και ακατανόητο. Την ήξερα από όταν ήμουν μωρό, χρόνια πολλά και ατελείωτες αναμνήσεις.
Χαζές αναμνήσεις από παιχνίδια στη θάλασσα, κυνηγητό, χαζομάρες και αθώες, αγνές καταστάσεις.
Για μερικά από αυτά τα χρόνια μιλούσαμε καθημερινά. Θα ήταν τρία ή τέσσερα. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν για εκείνη μια μέρα πιο κοντά στη στιγμή που θα βλέπαμε ξανά ο ένας τον άλλο. Αυτό ήταν κάτι που μου το είχε πει πολλές φορές και άλλες τόσες είχα την παρόρμηση να της πω, πως ναι,και μένα μου έλειπε και ναι και εγώ την νοιαζόμουν. Κάθε πρωί που ξυπνούσα, υπήρχε πάντα ένα λακωνικό 'Καλημέρα' σταλμένο από εκείνη, γεγονός που ποτέ δεν το θεώρησα σημαντικό μα πάντα με έκανε να χαμογελάω. Παρόλα αυτά το εκτίμησα μόνο όταν το έχασα.
Ήταν πάντα αληθινή. Δεν ντρεπόταν να μου πει πως ένιωθε και μερικές φορές μου έγραφε μηνύματα όλο αγάπη. Μηνύματα που περιέγραφαν όλα όσα ένιωθε για εμένα και με έκαναν να νιώθω άβολα ή τουλάχιστον έτσι ήθελα να με κάνουν να νιώθω. Δεν ξέρω αν κατάλαβε ποτέ τις σκέψεις που έκρυβαν οι απαντήσεις μου σε εκείνα τα μηνύματα.
Βρισκόμασταν μερικές φορές τον χρόνο. Κάθε Χριστούγεννα, κάθε Πάσχα, τα καλοκαίρια,κάποιες φορές κάναμε χρόνια να ιδωθούμε, ενώ υπήρχαν άλλες που βλεπόμασταν τόσο συχνά που θα μπορούσαμε να βαρεθούμε ο ένας τη φάτσα του αλλού-αν ήταν δυνατό.
Κάθε φορά που έφευγα από κοντά της κάτι μέσα μου με κατσάδιαζε που δεν την είχα κρατήσει λίγο παραπάνω στην αγκαλιά μου, δεν είχα χαϊδέψει τα μαλλιά της για λίγο περισσότερο.
Είχα δώσει την καρδιά μου σε σχέσεις που κράτησαν, μα ήταν ανούσιες. Ήμουν εκεί για κορίτσια που με νοιάζονταν, μα δεν με αγαπούσαν ούτε στο ελάχιστο όσο με αγαπούσε η Σκάρλετ.
Έδωσα αξία σε σκουπίδια και δεν εκτίμησα ούτε στιγμή τους θησαυρούς που είχα δίπλα μου.
Το πρωινό της δεκάτης Δεκεμβρίου, οι Αρχαίοι με κάλεσαν στην Αθήνα. Είχα κλείσει τα δεκαοκτώ και όπως κάθε νεαρός Άγγελος, αφού τελείωσα την εκπαίδευση μου, έπρεπε να ταξιδέψω. Πίστευα λοιπόν πως ο πρώτος μου προορισμός έμελλε να είναι η Αθήνα. Πρόκειται για μια πόλη στην οποία πάντα ήθελα να πάω. Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας μετανάστης στην Αμερική και ήθελε από πάντα να έχω την ευκαιρία να επισκεφθώ την πρωτεύουσα της μισής μου πατρίδας.
Οπότε μάζεψα γοργά τα πράγματα μου και λίγες μέρες μετά, βρισκόμουν στην Αθήνα.
Την δεύτερη μέρα της διαμονής μου εκεί,οι Αρχαίοι με κάλεσαν για δείπνο στον Παρθενώνα.
Οι Άγγελοι, ως φυλή, είχαν μια ιδιαίτερη σύνδεση με τις αρχαίες θρησκείες και τους πολιτισμούς, οπότε οι βάσεις τους στις διάφορες πόλεις, αποτελούσαν αρχαία μνημεία, ερειπωμένα για τους Ανθρώπους.
Στεκόμουν μπροστά στον Παρθενώνα,με το στόμα ορθάνοιχτο από σεβασμό και πονούσα για τους Ανθρώπους που δεν μπορούσαν να δουν αυτό που έβλεπα.
Μπροστά μου βρισκόταν ένα τεράστιο μνημείο φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από μάρμαρο. Τα αετώματα,που σχηματίζονται από τα γύρισα της στέγης στις στενές πλευρές του ναού.
Στο δυτικό αέτωμα, πρωταγωνιστές της παράστασης, είναι η θέα Αθήνα και ο Ποσειδώνας που διαφωνούν για την Αττική γη, ενώ άλογα, άρματα και επιβάτες συνοδεύουν την σύνθεση. Στο ανατολικό αέτωμα, αναπαρίσταται η γέννηση της θείας Αθήνας από το κεφάλι του Δία.
Ύστερα το βλέμμα μου στράφηκε στην ξακουστή ζωφόρο. Είχα διαβάσει κάπου πως είχε μήκος εκατόν εξήντα μέτρων και ήταν διακοσμημένη,από άκρη σε άκρη, με γλυπτά μοναδικής αξίας. Ήταν τόσο λεπτεπίλεπτος και συνάμα επιβλητικός, που σου έκοβε την ανάσα.
Μπήκα αργά στον ναό και κατευθύνθηκα στη Γυάλινη Αίθουσα, που βρισκόταν στο σημείο του ναού, που κάποτε υψωνόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς.
Μπήκα αργά μέσα και αντίκρισα τους τέσσερις Αρχαίους.
Στέκονταν στο κέντρο αυτής της τεράστιας γυάλινη αίθουσας, ακίνητοι. Καθισμένοι πάνω στους παγωμένος θρόνους τους, με θαμπό βλέμμα, κοιτούσαν στο βάθος αναίσθητα.
Οι Αρχαίοι, όπως μάρτυρα και το όνομα τους, ήταν πανάρχαια πλάσματα που κατέβηκαν στην γη. Πολλοί λένε πως είναι τα πρώτα παιδιά του Αγγέλου Αριήλ, ωστόσο πιστεύω πως αυτά είναι μύθοι. Παρόλα αυτά, επρόκειτο για τους αρχηγούς των πάντων. Θεωρούνται οι εκπρόσωποι του Αριήλ στην γη και όλοι πρέπει να υπακούμε σε αυτούς.
Πλάσματα. Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να τους χαρακτηρίσει. Το να τους βλέπει κανείς προκαλεί ρίγος και συνάμα ηρεμία. Το πρόσωπο τους εκπέμπει την πιο απόκοσμη και ψυχρή γαλήνη. Το βλέμμα τους και τα κιτρινιασμένα φτερά, είναι το μοναδικό σημάδι γήρανσης πάνω τους.
Πρώτος μίλησε ο Αρίστανδρος. Ο αρχαιότερος. "Νεαρέ Γουίλιαμ" είπε με φωνή που έκανε κάθε τρίχα στον αυχένα μου να σηκωθεί. "Συγχαρητήρια για την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης σου. Σε καλέσαμε εδώ για μια αποστολή. Την πρώτη σου αποστολή." το πρόσωπο μου φωτίστηκε. Από μικρό παιδί ονειρευόμουν την πρώτη φορά που οι Αρχαίοι θα μου ανέθεσαν την Πρώτη Αποστολή. Την πρώτη εκείνη δοκιμασία που θα με καθιστούσε δυνατό και άξιο σεβασμού, ανάμεσα στους Αγγέλους. "Πείτε μου είπα με φωνή που έσταζε σεβασμό και δέος.
Η Ήρα η δεύτερη μεγαλύτερη κατά σειρά, με κοίταξε εξεταστικά προτού πάρει το λόγο. "Θα πρέπει να βρεις την μικρή Σκάρλετ Χάρτλεϊς και να τη φέρεις κοντά μας." Το αίμα στράγγιξε από το πρόσωπο μου και εκεί να να τους κοιτάζω ανέκφραστα. "Τη Σκάρλετ;" ψέλλισα "Γιατί;" Ή νεαρότερη, η Ειδοθέα γύρισε το βλέμμα της σε μένα και με κοίταξε ζυγίζοντας το σοκ που μαντεύω αναγράφονταν σε κάθε χαρακτηριστικό μου.
Η Ειδοθέα ήταν η τελευταία που τάχθηκε στους Αρχαίους και θρύλοι λένε πως για να την αφήσουν να μπει, έπρεπε να κάνει την υπέρτατη θυσία της. Της είχαν ζητήσει να σκοτώσει με γυμνά χέρια τον σύντροφό της. Θα ορκιζόμουν πως πίσω από το ψυχρό, εξεταστικό βλέμμα, υπήρχε ένα ίχνος συμπόνιας. "Η μικρή Σκάρλετ είναι μια από εμάς, και ωστόσο επί χρόνια θεωρούσαμε πως ήταν νεκρή. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε αν έχει δυνάμεις και πιστεύουμε πως είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να εμπιστευτεί να του αποκαλύψει αν είναι Άγγελος ή Έκπτωτος." είπε με επίπεδη φωνή.
Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα πως υπήρχε κάτι λάθος σε αυτή την υπόθεση και τον λόγο πήρε η Ήρα. "Θα επιλέξεις ένα όνομα, θα συστηθείς με αυτό και θα ενσωματωθείς στον κόσμο της και στη ζωή της. Θα την κάνεις να σε εμπιστευτεί και έπειτα θα τη φέρεις σε εμάς." είπε ολοκληρώνοντας.
Θυμήθηκα τους γονείς μου να συζητάνε για τις δυνάμεις που είχα εγώ και η Σκάρλετ. Δυνάμεις που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν οι Αρχαίοι πέρα ως πέρα και που έπρεπε να κρατήσουμε κρυφές. Σήκωσα το κεφάλι μου και τους κοίταξα. " Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο" είπα και αυτές οι έξι λέξεις έκαναν τα επίπεδα και ψυχρά βλέμματα τους να ταραχτούν, για ένα μόνο δευτερόλεπτο. "Είναι διαταγή." είπε ο Περίανδρος και ύστερα χαμογέλασε σαν λυσσασμένος λύκος μπρος στο θήραμα του, λέγοντας "Αν επιθυμείς να είναι ασφαλής"
Απείλησαν τη ζωή της, τόσο ωμά, λες και είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα πάνω της! Ωστόσο εκείνη τη στιγμή, ήμουν ακόμα ένας άπειρος Εκπαιδευόμενος και παρότι δεν μου φαινόταν απόλυτα σωστό όλο αυτό, δέχτηκα.
Η αλλαγή ήρθε μερικές μέρες πριν φύγω για το Νορθ Άλεϋ. Ο Χένρι με κάλεσε στο γραφείο του και άρχισε να μου διηγείται την ιστορία σχετικά με όσα είχαν συμβεί σε εκείνον και τη μητέρα της Σκάρλετ, Άλις, και ότι ήταν λάθος να δεχτώ μια τέτοια αποστολή, εφόσον οι Αρχαίοι, είχαν μεν υποψίες ότι η Σκάρλετ ήταν ζωντανή, όμως δεν είχαν αποδείξεις ως τη στιγμή που δέχτηκα. Παρόλα αυτά, ο Χένρι δεν μου θύμωσε για την απερισκεψία μου, αλλά με συμβούλευσε και με παρακάλεσε, να την προστατεύσω με κάθε κόστος.
YOU ARE READING
Μια Ιστορία Αγάπης και Μίσους: Κάρλαντ
FantasyΤο φιλί κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα που φάνταζαν αιώνας και με άφησε παράλυτη και απόλυτα στηριζόμενη πάνω του. "Σ' αγαπώ" είπα ξέπνοα. Με στριφογύρισε στην αγκαλιά του, ώστε να με κοιτάζει στα μάτια. Σάστισα. Ήταν εκείνος, έβλεπα τον Γουίλ μου...