Το επόμενο πρωί απλώς δεν μπορούσα να λειτουργήσω. Πραγματικά. Άργησα να ξυπνήσω, άργησα να σηκωθώ, να πλυθώ, να ντυθώ. Λες και ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτούσε ώστε να μην προλάβω το αεροπλάνο, να μην πάω στο Λονδίνο.
Φόρεσα ζεστά, άνετα ρούχα και κατέβηκα νωχελικά τα σκαλιά, κατευθυνόμενη στην καφετιέρα. Στην κουζίνα ήταν όλοι. Ο Σαμ, η θεία Ρόουζ, η Μάντι-η οποία ούτε που ξέρω πότε έμαθε τι συνέβη- και το νέο/ παλιό μέλος της παρέας... ο Γουίλ. Και όλοι αυτοί περίμεναν εμένα να ξυπνήσω για να πάμε στο αεροδρόμιο.
Καλημέρισα κοιτώντας τον στόχο μου. Την καφετιέρα. Πήγα κοντά της και τοποθέτησα στο στόμιό της την αγαπημένη μου κούπα. Η μυρωδιά του αχνιστού καφέ γέμισε τα ρουθούνια μου και εκείνη τη στιγμή με πλημμύρισε ένας φόβος ότι δεν θα μύριζα ποτέ ξανά την υπέροχη μυρωδιά του ή πως ήταν η τελευταία φορά που γευόμουν την πικρή, καυτή γεύση του. Η πρώτη τεράστια γουλιά ήταν που με επανέφερε στην πραγματικότητα. Σήμερα θα έφευγα από την καθημερινότητα των τελευταίων δέκα χρόνων, θα πήγαινα σε μια νέα χώρα, σε μια νέα ήπειρο, θα ζούσα με τον πατέρα μου και θα ήμουν ένας εκπαιδευόμενος Άγγελος. Και ο Σαμ το ίδιο. Και η Μάντι. Θα ζούσα με τον πατέρα μου όπως όταν ήμουν κοριτσάκι. Ουάου .
Η αγαπημένη μου θεία, όμως, είχε κάνει όσα περισσότερα μπορούσε για να ελαφρύνει το βάρος που σήκωνα στους ώμους μου. Εκείνη και οι γονείς του Σαμ, είχαν συνεννοηθεί με το σχολείο, είχα δικαιολογήσει την προσεχή απουσία μας. Η θεία είχε πακετάρει τα πράγματά μας και είχε μιλήσει με τον πατέρα μου.
Τον πατέρα μου. Αυτόν τον άνθρωπο που πρέπει να αποκαλώ πατέρα μου διότι συνέβαλλε στη σύλληψή μου. Αυτόν τον άνθρωπο που με παράτησε με μια θεία, που όσο καλή και τέλεια κι αν είναι, δεν παύει να είναι θεία.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι άφηνα το Νόρθ Άλεϋ. Είχα εκεί τόσες όμορφες αναμνήσεις, τόσες στιγμές. Αλλά από την άλλη, το είχα όνειρο να ταξιδέψω στο Λονδίνο, κάτι που ωστόσο δεν έκανε ευκολότερο τον αποχαιρετισμό. Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν πως μετά την εκπαίδευση, θα επέστρεφα στο σπίτι, το σχολείο και τα όνειρά μου.
Κανείς δεν μου μιλούσε ιδιαίτερα εκείνη τη μέρα. Όλοι γνώριζαν πως ήταν αρκετά δύσκολο για μένα όλο αυτό και ουσιαστικά φοβόντουσαν μήπως με επιβαρύνουν παραπάνω. Μόνο όταν έφτασε η ώρα για να φύγουμε, μου μίλησε κάποιος. Η Μάντι.
Από μικρές είχαμε υιοθετήσει έναν τρόπο επικοινωνίας που είχαμε αντιγράψει από κάποιο βιβλίο. Όταν θέλαμε να πούμε κάτι προσωπικό, μπροστά σε κόσμο, "γράφαμε" πάνω στο χέρι της άλλης. Ουσιαστικά σχηματίζαμε λέξεις πάνω στο δέρμα στο μέσα μέρος του χεριού, από τον καρπό ως τον αγκώνα.
BẠN ĐANG ĐỌC
Μια Ιστορία Αγάπης και Μίσους: Κάρλαντ
Viễn tưởngΤο φιλί κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα που φάνταζαν αιώνας και με άφησε παράλυτη και απόλυτα στηριζόμενη πάνω του. "Σ' αγαπώ" είπα ξέπνοα. Με στριφογύρισε στην αγκαλιά του, ώστε να με κοιτάζει στα μάτια. Σάστισα. Ήταν εκείνος, έβλεπα τον Γουίλ μου...