Σκάρλετ

142 18 11
                                    


Πρόκειται για ένα βιβλιαράκι που έγραψα στα 15 μου. Ελπίζω να σας αρέσει. Καλή ανάγνωση!♡

Ήταν το απόγευμα της 24ης Δεκεμβρίου, ή αλλιώς παραμονή Χριστουγέννων. Ήμουν καθισμένη στη μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού και παρακολουθούσα, με την ξαδέλφη Μάντλιν, όπως κάθε χρόνο, το "Μόνος στο Σπίτι". Η γλυκιά μυρωδιά των γλυκισμάτων που ερχόταν από την κουζίνα, και το απαλό χάδι του στολισμένου ελάτου, που είχε κοπεί μόλις χθες, ολοκλήρωναν τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Λάτρευα τα Χριστούγεννα με τη θεία Ρόουζ και τη Μάντλιν, όπως λάτρευα και γενικά τη ζωή μαζί τους. 

"Μάντι! Σκάρλετ! Θέλω μια χάρη!"φώναξε η θεία Ρόουζ. Η Μάντι "πάγωσε" την ταινία και πήγαμε στην κουζίνα. Η θεία, που βρισκόταν εκεί, φορούσε την αγαπημένη της ποδιά με τον Άγιο Βασίλη, στεκόταν δίπλα στον πάγκο κοκαλωμένη. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν δεμένα σε μια χαλαρή πλεξούδα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και το σώμα της ήταν καλυμμένο με αλεύρι. Αλεύρι στα μαλλιά, στο πρόσωπο, στο πάτωμα, παντού. "Θεία..." είπα και η θυμηδία έλαμψε στα μάτια της Μάντι. "μοιάζεις με αλευροχιονάνθρωπο" είπε τελειώνοντας την πρότασή μου. Την κοίταξα και ξεσπάσαμε σε ένα δυνατό γέλιο που έκανε τη θεία να απελπιστεί. Όταν καταφέραμε να ηρεμήσουμε λίγο τη ρωτήσαμε τι συνέβη. "Μου έπεσε από τα χέρια. Θέλω μια να με βοηθήσει να καθαρίσω και την άλλη να πάει στο μίνι μάρκετ να πάρει μερικά πράγματα." Η Μάντι χαχάνιζε και δεν πρόλαβε να απαντήσει πριν από μένα. "Πάω για αλεύρι" είπα και μετά κοιτώντας απολογητικά τη Μάντι σχημάτισα ένα "συγγνώμη" με τα χείλη μου. 

Ανέβηκα γρήγορα στο δωμάτιό μου και αφού πήρα τα απαραίτητα- κασκόλ, σκουφί, μπουφάν, γάντια- και τη λίστα με τα ψώνια, βγήκα έξω στον χιονισμένο δρόμο. Ζούσα σε μια πολύ όμορφη γειτονιά. Στη μια πλευρά του δρόμου υπήρχαν σπίτια φτιαγμένα συμμετρικά, με μεγάλες αυλές, και στην άλλη ένα μικρό δασάκι με έλατα, τα καταπράσινα κλαδιά των οποίων, ήταν τώρα πασπαλισμένα με χιόνι, και μια μικρή λιμνούλα που τώρα ήταν εντελώς παγωμένη και χρησιμοποιούνταν ως παγοδρόμιο. Ένα παγωμένο αεράκι φύσηξε το πρόσωπό μου και ανατρίχιασα. Τύλιξα το κασκόλ πιο σφιχτά γύρω από τον λαιμό μου και κατευθύνθηκα στο μίνι μάρκετ. 

Μπήκα στο μαγαζί και πήρα όσα πράγματα χρειάζονταν. Η θεία δεν σκεφτόταν ποτέ τα χρήματα τα Χριστούγεννα και έτσι τα ψώνια περιλάμβαναν τρόφιμα που μπορούσαν να ταΐσουν ολόκληρο λόχο. Με τα χίλια ζόρια, κατάφερα να σηκώσω τις σακούλες και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Τα μάτια μου ήταν διαρκώς πάνω στις σακούλες που ήταν χάρτινες και υπερχειλισμένες και έτσι υπήρχε σημαντικός κίνδυνος να σκιστούν και να αδειάσουν όλα τα ψώνια στο δρόμο μπροστά μου με την παραμικρή απότομη κίνηση. Κάνε να μην σκιστούν!  Παρακαλούσα. Και η αλήθεια είναι πως το σύμπαν με υπάκουσε και οι σακούλες δεν σκίστηκαν, αλλά επειδή το σύμπαν είχε κέφια, με έριξε απευθείας πάνω σε κάποιον ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου. Η σύγκρουση ήταν τόσο απότομη που τα ψώνια έπεσαν από την αγκαλιά μου και απλώθηκαν σε όλο το πεζοδρόμιο. Ντροπιασμένη, άρχισα να μαζεύω τα πράγματα. Ένα βραχνό "συγγνώμη" ακούστηκε και ο άνθρωπος έσπευσε να με βοηθήσει. Όταν μαζέψαμε όλα τα πράγματα και σηκώθηκα να τον ευχαριστήσω έμεινα άναυδη. 

Ήταν ένα αγόρι, πάνω κάτω στην ηλικία μου. Ήταν λίγο ψηλότερος από μένα, είχε λευκό δέρμα και σκούρα καστανά μαλλιά. Αλλά δεν ήταν αυτό που με έκανε να τον κοιτώ έκπληκτη. Είχε τα πιο όμορφα μάτια που είχα δει ποτέ. Όχι. Λάθος. Είχε τα δικά του πιο όμορφα μάτια. Είχε το χρώμα των ματιών που αγαπούσα. Το χρώμα εκείνο που είχα τόσο καιρό να δω. Η καρδιά μου σφυροκοπούσε στο στήθος μου και ευχόμουν να εξαφανιστώ. Γιατί δεν ήταν μόνο το χρώμα. Το χρώμα είναι απλά ένα χρώμα. Ήταν το βάθος και η οικειότητα και η ζεστασιά... "Θες βοήθεια με τις σακούλες;" με ρώτησε αμήχανα σπάζοντας τη σιωπή. Ένιωσα τη θερμότητα να ανεβαίνει στα μάγουλά μου. "Δεν χρειάζεται" απάντησα και του χαμογέλασα ευγενικά. "Μένω εκεί" είπα και του έδειξα το σπίτι μου. "Επιμένω" είπε και μου φάνηκε πως είδα μια λεπτή αχτίδα θυμηδίας στο βλέμμα του. Πήρε τη μια σακούλα και με πήγε μέχρι την πόρτα. Όταν φτάσαμε τον κοίταξα απολογητικά και του ζήτησα συγγνώμη που τον έβγαλα από το δρόμο του. Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ και μου είπε πως έμενε ακριβώς δίπλα. Έβγαλα το κλειδί από την τσέπη μου και αυτός λαμβάνοντας το μήνυμα μου είπε πως θα με δει τριγύρω και μου έκλεισε το μάτι καθώς έφευγε. 

Μπαίνοντας στο σπίτι είδα την Μάντι με κολλημένο το πρόσωπο στο τζάμι που έβλεπε το κατώφλι μας. Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία μου, με κοίταξε ενθουσιασμένη. "Μην το κάνεις θέμα. Δεν ήταν τίποτα, δεν έγινε τίποτα. Απλώς έπεσα πάνω του και με βοήθησε να μαζέψω τα ψώνια και ύστερα με έφερε μέχρι το σπίτι, επειδή ήταν ευγενικός και έμενε δίπλα" είπα με μια ανάσα, έχοντας απαντήσει στον τεράστιο αριθμό ερωτήσεων που ήταν έτοιμη να μου κάνει.  "Καλά" είπε με ένα πονηρό χαμόγελο. "Ας δούμε τι δικαιολογία θα πούμε στη μαμά τώρα." 

"Σκάρλετ! Που ήσουν τόση ώρα; Θα μπορούσα να είχα καθαρίσει, να πήγαινα στο μίνι μάρκετ και να είχα γυρίσει δέκα φορές ως τώρα!" της ζήτησα συγγνώμη αφήνοντας τα ψώνια στον πάγκο και χαμογελώντας της αθώα. 

"Πάνω τώρα" μου είπε η Μάντι και με τράβηξε στο δωμάτιό της. "Άσε τα τίποτα σε μένα. Δεν γίνεται να έχεις τέτοιο ύφος, χωρίς να έχει συμβεί τίποτα απολύτως. Θέλω κάθε πικάντικη λεπτομέρεια, και τη θέλω τώρα!" της έριξα ένα αγανακτισμένο βλέμμα και το χαμόγελό της συρρικνώθηκε. "Όχι. Μη μου πεις ότι δεν υπάρχει τίποτα! Τον είδα! Σας είδα!" Αναστέναξα. "Ωραία" είπε πλέον απογοητευμένη "Πες μου τουλάχιστον το όνομά του" Ξεφύσησα και το στόμα της σχημάτισε ένα σοκαρισμένο 'Ο'. "Για κάτσε. Μη μου πεις ότι δεν το έμαθες... Έλα βρε Σκάρλετ, δεν σου έχω μάθει τίποτα τόσο καιρό; Ήταν ένας κούκλος, που μένει ακριβώς δίπλα και σε συνόδευσε μέχρι το σπίτι σου ενώ θα μπορούσε εύκολα να νευριάσει και να σου φωνάξει για την απροσεξία σου!" έπεσε στο κρεβάτι δραματικά. "Την επόμενη φορά θα είμαι πιο αυστηρή μαζί σου."





  ⭐κάθε αστεράκι είναι σημαντικό⭐  

Μια Ιστορία Αγάπης και Μίσους: ΚάρλαντWhere stories live. Discover now