Άρχισα να τρέχω προς το σπίτι του Στέφανου. Μέσα στην σκοτεινιασμένη πόλη, πάνω στο κρύο πεζοδρόμιο. Δεν υπήρχε ψυχή πουθενά…
Ήμουν μόνη μου…εγώ και ο εαυτός μου.
Τον τελευταίο καιρό είμαι πάντα μόνη μου. Το τελευταίο καιρό είμαι πάντα εγώ με τον εαυτό μου. Το τελευταίο καιρό δεν έχω βρει ούτε ένα χέρι να με σηκώσει. Σηκώθηκα μόνη μου. Μόνη μου βοήθησα τον εαυτό μου. Μήπως τελικά δεν χρειαζόμαστε κανένα παρά μόνο τον εαυτό μας;
Ακούγονταν φωνές από την πολυκατοικία του. Αποφάσισα να μπω μέσα όπως και να ΄χει. Δεν έχω απολύτως τίποτα να χάσω όλα είναι διαλυμένα εδώ και καιρό.
Η πόρτα κάτω ήταν σπασμένη. Ανέβηκα βιαστικά τα σκαλιά για να φθάσω στην ανοιχτή εξώπορτα και να αντικρίσω τον πατέρα μου χτυπημένο στο πάτωμα και τον Στέφανο από πάνω του να με κοιτάει με πόνο αλλά και κάτι άλλο. Λαγνεία. Του άρεσε αυτό που έκανε, του άρεσε να σκοτώνει και να διαλύει οικογένειες. Τώρα το βλέπω καθαρά. Μα ο πόνος; Μήπως είναι ο δικός μου πόνος που καθρεπτίζεται στα μάτια του;
Έκανα ένα βήμα πίσω…
Φοβήθηκα τον άνθρωπο που είχα μπροστά μου.
Αυτός δεν ήταν ο Στέφανος που αγάπησα, ήταν ένας άλλος άνθρωπος που τον κατακτούσε η μανία του για αίμα.
Με πλησιάζει…
Γυρνάω προς τα πίσω το κεφάλι μου. Δεν μπορώ να κάνω άλλο πίσω θα πέσω από τα σκαλιά.
Γυρνάω και τον κοιτάω στα μάτια και το πρόσωπο του μαλακώνει, φαίνεται σαν οι αναμνήσεις να περνάνε από το μυαλό του, σαν να βλέπει στο πρόσωπο μου αυτό που τον κρατάει στην πραγματικότητα.
Δυο άντρες βγαίνουν από την πόρτα…
Τον αναγνωρίζω τον ένα. Ο ψηλός με τα μαύρα. Δεν έχει αλλάξει καθόλου από τότε. Το ανάστημα του, η επιβλητικότητα του όλα τα ίδια…αυτό το κενό βλέμμα. Το μόνο που υποδηλώνει το πέρασμα του χρόνου είναι οι μικρές ρυτίδες που έχουν σχηματιστεί γύρος από τα χείλια του υποδηλώνοντας ότι είναι καπνιστής και στο ζαρωμένο από θυμό μάλλον μέτωπο του.
Με κοιτάει με αυτά τα κενά από συναίσθημα μάτια.
<<Ξανασυναντιόμαστε λοιπόν. Κοίτα πως μεγάλωσες!>> Είπε και άπλωσε το χέρι του και έδειξε προς την κατεύθυνση μου.
<< Έγινες ολόκληρη γυναίκα και πολύ όμορφη οφείλω να πω. Δεν αδικώ τον Στέφανο που σε ερωτεύτηκε. Αλλά η δουλειά είναι δουλειά και πρέπει να την ολοκληρώσει αλλιώς θα έχουμε δυο απώλειες απόψε… Έτσι δεν είναι Στεφανε; Υποθέτω πως δεν θα έδινες όλα σου τα προνόμια ακόμα και την ζωή σου για αυτή την νεαρή δεσποινίδα;>>
Ο Στέφανος τον κοίταξε στα μάτια και απλά κατέβασε το κεφάλι του σαν ένδειξη υποταγής. Σαν υπνωτισμένος από τα κενά αυτά μάτια έκανε στην άκρη και το άφησε να περάσει για να έρθει πιο κοντά μου.
<<Υποθέτω ότι δεν θυμάσαι το όνομα μου;>>
<<Η αλήθεια κύριε είναι αυτή. Μήπως έχετε την καλοσύνη να μου φρεσκάρετε την μνήμη, θα ήθελα πολύ να ξέρω ποιος θα είναι υπεύθυνος για τον θάνατο μου>>
<<Πολύ θράσος δεν έχεις μικρή. Το όνομα μου είναι Αλέξανδρος και ο μόνος υπεύθυνος για τον θάνατο σου θα είναι ο πατέρας σου.>>
<<Χάρηκα πολύ για την γνωριμία Αλέξανδρε και επειδή ξέρω ότι δεν θα τα ξαναπούμε, ελπίζω να είναι ωραία στην κόλαση!>>
Είπα και έβγαλα το όπλο που τόση ώρα είχα κρυμμένο μέσα στο σακάκι μου, το όπλο που βρήκα μέσα στο συρτάρι του πατέρα μου, το όπλο με το οποίο έγινα δολοφόνος.
Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και μετά ένα σώμα που πέφτει άψυχο πλέον στο πάτωμα.
Ο Αλέξανδρος ήταν νεκρός. Ο Αλέξανδρος ήταν νεκρός εξαιτίας μου.
Ο άντρας που ήταν δίπλα του τόση ώρα χωρίς να το καταλάβω έβγαλε το δικό του ρεβόλβερ και με σημάδεψε.
Μπορούσα να δω στα μάτια του την λύσσα για να με σκοτώσει. Είχα πάρει μακριά την ψυχή του αφεντικού του. Ήταν υποχρέωση του να με εξαφανίσει.
Πάτησε την σκανδάλη αλλά πριν προλάβω να το καταλάβω ήταν μπροστά μου ο Στέφανος.
Δεν έφαγα εγώ την σφαίρα…
Δεν πέθανα εγώ…
Δεν έδωσα εγώ την ζωή μου για αυτόν που αγαπούσα…
Έπεσε στο καλογυαλισμένο πλακάκι που τώρα πια είχε λερωθεί από αίμα.
Τα μάτια του ήταν ακόμη ανοιχτά.
Έσκυψα από πάνω του.
Προσευχήθηκα στον θεό να μην το πάρει μακριά μου!
Οι τελευταίες του λέξεις ήταν <<Σ’αγαπώ και συγγνώμη…Ελπίζω να με συγχωρέσεις μικρή μου>>
Ξάπλωσα δίπλα του και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Δεν γίνεται να συμβαίνει όλο αυτό. Ο κόσμος μου είναι πια κενός! Ας είναι αυτό ένα κακόγουστο αστείο!
Με αγαπάει. Με αγάπαγε. Δεν είναι πια εδώ. Μαζί μου.
Δεν μπορώ να τον αφήσω…
Θα πάω και εγώ μαζί του!
Δεν μου έχει μείνει πλέον τίποτα να ελπίζω, δεν μου έχει μείνει τίποτα να αγαπάω, δεν μου έχει μείνει τίποτα που αξίζει να ζήσω για αυτό.
Πήρα το όπλο και τοποθέτησα την κάννη στον κρόταφο μου.
ΜΠΑΜ!
Είμαι και επισήμως…
νεκρή.
____________________________
χ0αχ0χ0α0χα0 δεν θα κάνω περαιτέρω σχόλια! πείτε μου τα δικά σας! <3
YOU ARE READING
Nightmares
Mystery / ThrillerΣαν τους πεινασμένους λύκους σπάραξε η νύχτα και με έσφιξε στα δόντια της.Μετά από μια τόσο περίεργη αλλά σύγχρονως όμορφη μέρα έπρεπε να περιμένω μια άσχημη έως και καταστροφική νύχτα.Ξύπνησα από τον κρύο ιδρώτα που κάλυπτε όλο μου το κορμί.Σαν να...