Chapter 2-Part 3: Italy

48 4 8
                                    

    Έτσι έγινε. Την επόμενη μέρα,έπειτα από ένα αρκετά κουραστικό ταξίδι, είχαν φτάσει στην Ιταλία. Όχι σεεκείνη την Ιταλία που φαντάζεσαι. Σε μια άλλη, μικρή και ήσυχη. Εκείνη τηνΙταλία που αγαπούσε ο Έιντεν. Από εκείνην που εμπνεύστηκε και αγάπησε τόσο ματόσο πολύ. Η αλήθεια είναι, ότι η ηρεμία του τοπίου θα μπορούσε να εξημερώσειανήμερα θεριά. Χωρίς καμιά καταβολή προσπάθειας, το είναι σου ηρεμούσε και ηαναπνοή σου κυμάτιζε ρυθμικά στη κοιλιά σου ακούγοντας του χτύπους της καρδιάςσου πιο ήρεμους από ποτέ. Βρισκόντουσαν σε ένα μικρό χωριό που λεγόταν Serralunga d'Alba και που απ'ότι φαινόταν, ένα κομμάτι του Έιντεν κατοικούσε καιρό εκεί.

    Ανεβαίνοντας τη πετρόχτιστη ανηφόρα, είχες τη τιμή να αντικρίσεις τη θεότητα της μητέρας φύσης, που ευλόγησε απλόχερα εκείνο το χωριό, πλουτίζοντας το με ατέλειωτες εκτάσεις πράσινου. Οι αμπελώνες, θύμιζαν πράσινα σκαλοπάτια, έτσι όπως απλώνονταν συμμετρικά μέχρι το τελείωμα των καλλιεργειών, ακουμπώντας τα χωματένια δρομάκια. Για πρώτη φορά, ο ουρανός φαινόταν ολόκληρος, υπενθυμίζοντας στη Σελίνα, το πόσο αδιάκοπα μεγάλος ήταν. Δεν εμποδιζόταν η θέα του από πανύψηλους ουρανοξύστες, μήτε από τις μεγάλες φωτεινές περιγραφές. Έλαμπε μόνος του, γαλάζιος και καθαρός.

    Τραβούσαν με δύναμη της αποσκευές τους, σε μια προσπάθεια να τις κουβαλήσουν μέχρι το σπιτάκι στο οποίο θα έμεναν. Όποιο άνθρωπο και αν συνάντησαν στη πορεία τους, εκείνος τους χαμογέλασε, καλημερίζοντας τους σα να γνωρίζονταν για χρόνια. Μήτε βιασύνη, μήτε κακοκεφιά. Απλή και αγνή καλοσύνη, ένα άλλο είδος επικοινωνίας, ανθρώπινο και άκρως πρωτόγνωρο για αυτήν. Φτάνοντας στο σπίτι, ανέβηκαν τις σκάλες και ο Έιντεν έσπευσε να ξεκλειδώσει τη πόρτα. Μπαίνοντας μέσα, εκείνος προχώρησε και άνοιξε τα παράθυρα και τη μπαλκονόπορτα.

    «Συγνώμη για τη μυρωδιά. Το σπίτι έμεινε κλειστό εδώ και πολύ καιρό. Με τον καθαρό αέρα, θα φύγει η οσμή.» της είπε καθώς μετακινιόταν από τον ένα χώρο στον άλλο.

    «Είναι δικό σου;» του απάντησε παρατηρώντας αβίαστα το χώρο.

    «Ναι.» της είπε και κάθισε στον καναπέ. «Πώς σου φαίνεται; Εντάξει, ξέρω ότι δε μοιάζει σε τίποτα με τη Νέα Υόρκη και εύκολα μπορεί να σου προκαλέσει πλήξη..»

    «Το λατρεύω! Είναι πραγματικά υπέροχα!» τον διέκοψε.

    «Πολύ ωραία! Χαίρομαι για αυτό. Είχα τους ενδοιασμούς μου στην αρχή.. Τέλος πάντων, το θετικό είναι ότι σου αρέσει. Έλα να σου δείξω το δωμάτιο σου.» της είπε προχωρώντας μέσα σε ένα στενό διάδρομο. Ένα απλό δωματιάκι, με ξύλινο ταβάνι και ένα μεγάλο κρεβάτι βρισκόταν ακριβώς μπροστά της. Σε μερική απόσταση από το κρεβάτι υπήρχε μια μπαλκονόπορτα, που ο Έιντεν έσπευσε για ακόμα μια φορά να ανοίξει. Το αεράκι παρέσυρε τις λευκές κουρτίνες αποκαλύπτοντας της τον αμπελώνα που φαινόταν απ' έξω. Μια κουνιστή καρέκλα ήταν τοποθετημένη στο μικρό μπαλκονάκι η οποία κινιόταν ελάχιστα κάθε φορά που φυσούσε. Η Σελίνα απλά κοιτούσε. Ακούμπησε τα χέρια της στη ξύλινη περίφραξη του μπαλκονιού, αφήνοντας τα μάτια της να φωτογραφίσουν ότι βρισκόταν μπροστά της.

Behind the scenesWhere stories live. Discover now