{η μνήμη}

980 97 3
                                    

Ο θυμός που είχε εγκλωβιστεί μέσα από το αντρικό του κορμί,είχε απώτερο σκοπό ,να τον συντρίψει, παροτρύνοντας τον να ξεσπάσει σε ότι έβρισκε μπροστά του.
Όπως ένα γυάλινο τραπέζι με ανάγλυφα σχήματα,στις πλάγιες αναλογίες του,το οποίο και σηκώνοντας το με ευκολία,το εκτόξευσε επάνω από το ξύλινο τοίχωμα του σταύλου, κάνοντας το χίλια μικροσκοπικά κομμάτια.
<<ΔΕΝ ΕΊΜΑΙ ΣΚΎΛΟΣ ΚΑΝΕΝΌΣ ΕΓΩ!!
η φράντζα του τιναζοταν σε κάθε ξέσπασμα που έκανε το πρόσωπο του ,με την βαθιά του φωνή να σπάει σε βραχνα άγρια χρώματα,που θύμιζαν τους τόπους μιας άλλης χωρας.
<< ΚΑΝΕΝΌΣ!!!ΑΑΑ
πετούσε με αγριότητα ότι έβρισκε μπροστά του ώσπου όσο απότομα ξεκίνησε,σταμάτησε κι ολας, καθιζοντας με τα σκέλη του ανοιχτά,σε ένα μικροκαμωμένο σκαμνάκι σε μια απόμερη γωνιά.
<< Κανενός..

{Ιδιαίτερα δωμάτια βασιλιά}

Αφότου είχε εξασφαλίσει την ασφάλεια εκείνον των παιδιών,πλέον βρισκόταν έντρομη μπροστά από εκείνη την καταραμένη πόρτα με τον αετό της Αιγύπτου.
Περιμένοντας από τον βασιλιά να βρίσκεται σε κάποιου είδους αδρανής κατάσταση.
Ανοίγοντας όμως την πύλη αυτό που αντίκρισε,την ανάγκασε να νιώσει απόλυτο φόβο.
<< Που ήσουν ανόητο κορίτσι;
Σοκαρισμένη παρατηρούσε τα ανοιχτά του μάτια, νιώθοντας πως πέθαινε αργά μπροστά του.
<< ,Ε εγώ,άφησα τα παιδιά να ,να φύγουν,θυμάσαι ;μου ζήτησες να σε παντρευτώ και ύστερα θα..
<< Πάψε να μιλάς ,με κουράζεις , βοήθησε με να σηκωθώ.
Παρατηρώντας τον με μάτια που έσταζαν δάκρυα,τον πλησίασε προσπαθώντας να τον τραβήξει Επάνω,το σώμα του ήταν όμως τόσο βαρύ,που ο πόνος που διαδέχτηκε η μέση της , προκάλεσε εναν έντονο μορφασμό στο πρόσωπο της.
<< Δεν ,δεν μπορώ να τα καταφέρω..
Η απάντηση της όμως δεν άρεσε καθόλου στον βασιλιά ο οποίος σηκώνοντας το αντρικό του χέρι με τα βαριά δαχτυλίδια, εκτόξευσε μια δυναμική γροθιά πάνω από το απαλό ροδοκοκκινο μάγουλο της.
<< Θα μάθεις να μπορείς τα πάντα Μαζι μου ειδαλως θα σε σκοτώσω..ΑΚΟΥΣΕΣ;
το κορμί της έπεσε με δύναμη στο έδαφος,με την παλάμη της να κρύβει την πληγή που άνοιξαν τα δαχτυλίδια στα δάχτυλα του.
<<ΒΓΑΙΣ ΈΞΩ,ΚΑΙ ΦΏΝΑΞΕ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΑΚΌΛΟΥΘΟΥΣ ΜΟΥ,κάνε κάτι χρήσιμο φτωχή.
Σηκώνοντας με κόπο το πονεμένο της σώμα , στάθηκε λίγα μέτρα μακριά τού, παρατηρώντας τον με ασέβεια παρά με σεβασμό.
<< Εάν ήμουν φτωχή, τότε γιατί μου κατέστρεψες την ζωή; Εγω δεν μαγευομαι από τα πλούτη σου ,το μόνο που ήθελα ήταν η ασφάλεια εκείνον των παιδιών.
<< Εκείνα μπορεί να τα εσωσες,όμως εσένα δεν θα καταφέρεις ποτέ ξανά να σε βρεις ,μου ανήκεις και αυτό είναι θανατική ποινή για εσένα,κανένας δεν θα σου επιτρέψει να ζήσεις πέρα από το παλάτι, ακόμη και άλλη γυναίκα να βρω εσύ θα μείνεις ξεχασμένη στους τοίχους του βασιλείου μου ώσπου να πεθάνεις.
Σκουπίζοντας με την ανάποδη της παλάμης της ,τα δάκρυα της ,έκανε ένα βήμα πίσω ,και ύστερα γύρισε ολόκληρο το κορμί της σπάζοντας σε αθόρυβους λυγμούς,κάτι που ο βασιλιάς δεν μπορούσε να δει,ώσπου η πλάτη της χάθηκε στο άνοιγμα εκείνης της πυλης,
Με το κορμί της να παραπατάει από διάδρομο σε διάδρομο, ώσπου ξεπνοα,κατάφερε να φτάσει στους βασιλικούς κήπους του βασιλιά,με την γυάλινη κατασκευή και τους μεγάλους φοίνικες.
Τα πόδια της όμως ήταν τόσο αδύναμα που την άφησαν να πέσει στο έδαφος, στολίζοντας τα ηλιοκαμεννα γόνατα της με χώμα..
Δεν είχε χτυπηθεί ποτέ από αντρικό χέρι,δεν γνώριζε το πώς ήταν,κι ούτε πίστευε πως θα το μάθαινε ποτέ της.
Ως εκείνη την ημέρα που από τον πόνο,ο κόσμος χάθηκε κάτω από τα πόδια της..
Δεν περίμενε να ζήσει τίποτα αλλο εκείνην την ημέρα,ώσπου το τίποτα έγινε μια γνώριμη φωνή,η οποία αναφερόταν στο όνομα ενός άντρα,με πλήρη αγριότητα.
Ο θυμός του δεν έλεγε να σβήσει ότι και αν είχε καταστρέψει σπάζοντας το.
Φώναζε, φερόταν παράλογα, κι ίσως και να έχανε το μυαλό του ,στην σκέψη όλων εκείνων των λέξεων που σαν βέλη του εκτόξευσε στην καρδιά δίχως να του δώσει μία ευκαιρία.
<< ΓΙΟΧΑΝ...
Αν και φώναζε παράλογα, αναζητούσε τον πιο έμπιστο άνθρωπο του στο παλάτι,ώστε να πει μια λέξη γνωρίζοντας πως δεν θα την μάθαινε κανένας άλλος.
Όταν φτάνοντας έξω από την πύλη του γυάλινου κήπου,με την ονομασία παράδεισος,άκουσε ένα ανεξήγητο βογκητο πόνου,το οποίο τον έκανε απρόσμενα να στραφεί σε εκείνο το σημείο αναζητώντας με τα μάτια του αυτό που άκουγαν τα αυτιά του.
Δεν γνωριζε τι ήταν αυτό το οποίο έβλεπε,ήταν όμως σίγουρο πως δεν ήταν για καλό.
Το μόνο που μπορούσε να παρατηρήσει ήταν η πλάτη και τα μακριά λυτά της μαλλιά,κι όμως το ένιωθε πως σε καλό δεν θα του έβγαινε τούτη η συνάντηση.
Ήταν μοιραίο να πέσει πάνω από τα αντρικά του γόνατα με το όνομα της ασυναίσθητα να εγκαταλείπει τα χείλη του δίχως να γνωριζει το πότε ξέφυγε από αυτά τόσο γρήγορα.
<< Ασία;
Εκείνη παρόλο που τον άκουγε,δεν του έκανε το χατίρι να γυρίσει, γεμίζοντας τον με έναν ανεξήγητο φόβο που η ως τότε ψυχρότητα της απέναντι του ,δεν θα μπορούσε να περιμένει μια τέτοια αντίδραση από τον ίδιο.
<< Άφησε με μόνη ,δεν θέλω να σε κοιτάξω στα μάτια.
Η φωνή του τότε έγινε ψιθυρος που αγκάλιασε όλο της το κορμί.
<< Ασία
Τα δάκρυα της όσο τον άκουγε γίνονταν ακόμη περισσότερα, ώσπου το ένιωσε..
Η δυνατή του παλάμη στηρίχτηκε στο γεμάτο δάκρυα πηγούνι της προσπαθώντας να την τραβήξει προς τα πάνω,κι ήταν το σημείο στο οποίο δεν κατάφερε να του αντισταθεί.
Ύψωσε το κορμί της γυρίζοντας στην μεριά του σαν κοριτσάκι που υπάκουγε σε κάθε εντολή που της δινοταν,κι ύστερα τον κοίταξε με βάθος στα μάτια, παρατηρώντας ένα έντονο ξαφνιασμα να διαπερνάει τις σκουρόχρωμες αποχρώσεις του όμορφου προσώπου του, συγκλονίζοντας την.
<< Ασία!!
είπε ξανά ,ώσπου τα μάτια του γέμισαν δάκρυα τα οποία και έκρυψε χαμηλώνοντας το βλέμμα.
Ο πόνος που ένιωσε καθώς την αντίκριζε,ήταν και ο λόγος που δεν θα της το έλεγε ποτέ.
Ήταν ανήμπορος να παρατηρεί το αίμα το οποίο κυλούσε στα ροδοκοκκινα μαγουλα της.
<< Εμεις οι γυναίκες είμαστε καταδικασμένες σε αυτήν την ζωή Τζέιμς,κοιταξε μας ,η τρυφερότητα σας πονάει σαν ξυράφι..
Μορφαζοντας απέναντι από τον λόγο της , άπλωσε το χέρι του διστακτικά, αγκαλιάζοντας με όλη του την αντρική Παλαμη,το μάγουλο που πονούσε περισσότερο.
<< Ο πατέρας μου στο έκανε αυτό;
<< Τι σημασία έχει τώρα; Ξέχασες; Εσύ με έφερες σε εκείνον.
Σμίγοντας τα φρύδια του θαρρείς και είχε δεχτεί χτύπημα,άφησε το χέρι του να πέσει στο έδαφος.
<< Εγώ σε έφερα σε εκείνον,έχεις δίκιο,πως θα μπορούσα εξάλλου να το ξεχάσω όταν έχω εσένα να μου το υπενθυμίζεις.
Με δακρυσμένα μάτια κοίταξε τα χαμηλωμένα του βλέφαρα, νιώθοντας για ένα δευτερόλεπτο πως είχε καταφέρει να τον πληγώσει,ώσπου θαρρείς και του αξιζε, την τράβηξε απροειδοποίητα μέσα απο τα δυνατά του μπράτσα, σηκώνοντας την στον αέρα.









Η ΒΑΣΊΛΙΣΣΑ ΚΙ Ο ΑΡΧΙΣΤΡΆΤΗΓΟΣWo Geschichten leben. Entdecke jetzt