Chapter five

110 14 16
                                    

Κι’ ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα, για να μάθεις κάποτε ποιος είσαι

(Τάσος Λειβαδίτης)

Το ίδιο απόγευμα,18:30 μ.μ

Προσπαθώ να κρατήσω ανοιχτά τα βλέφαρα μου,μα εκείνα έχουν άλλα σχέδια. Κι όταν παρασερνομαι σε έναν γλυκό και βαθύ ύπνο,το μαύρο πέπλο χρωματίζεται γαλανό και τα μάτια της ξεπροβάλλουν στο φόντο.

Καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες να σταματήσω τον εαυτό μου από το να παρασυρθεί,μα για μια ακόμα φορά έχει εκείνος τα ηνία. Ή μάλλον εκείνη.

Το μπλε χρώμα του δωματίου δεν βοηθάει και η μυρωδιά του ξεχασμένου καφέ επάνω στο γραφείο με ζαλίζει.

Και τώρα,ξαπλωμένος εδώ, σε αυτό το ξύλινο κρεβάτι με τα βλέφαρα μου να γέρνουν και τους τέσσερις τοίχους να με πνίγουν,μια φιγούρα στέκεται δίπλα μου τείνοντας το χέρι της προς το μέρος μου.

Προσπαθώ να πιαστώ από το κράτημα της,μα αυτό ολοένα και αδυνατεί να με κρατήσει.

Ανασηκωνω το σώμα μου στιγμιαία και σκανάρω το δωμάτιο.

Μηδαμινό ίχνος ζωής. Μόνο εγώ.

Απλώνω το χέρι μου στην ξύλινη βυζαντινή συρταριερα δίπλα από το κρεβάτι μου, αρπάζοντας το πορτοκαλί πλαστικό μπουκαλάκι.

Το χέρι μου τρέμει με αποτέλεσμα τα άσπρα χαπακια να σκορπίζονται στο χαλί.

"Δεν με θέλει σήμερα!" Ξεφυσω

Λιώνω το χαπακι στο στόμα μου και μια πικρία κατακλύζει τον ουρανίσκο μου. Από μικρό παιδί ήλπιζα να σταματούσα κάποτε αυτή την αγωγή αλλά οι καταραμένοι εφιάλτες δεν με άφησαν στιγμή ήσυχο.

Βιβλιοθήκη,19:30 μ.μ

Βαδίζω νευρικά προς την βιβλιοθήκη με μόνη μου ελπίδα να είναι άδεια. Τα παπούτσια μου, η μόνη επαφή που δέχεται το μαρμάρινο πάτωμα, ηχούν νευρικά και αυτά καθώς επιβραδυνω το βάδισμα μου.

Φτάνοντας έξω από την θεόρατη παμπάλαια πόρτα,με το βικτωριανό βιτρώ να την διακοσμεί, ανοίγω προσεκτικά το πελώριο χερούλι προς τα έξω και παρατηρώ από το άνοιγμα τον χώρο.

Κανείς.

Με βιαστικές κινήσεις περιστρεφω το σώμα μου προς τις δύο πιθανές κατευθύνσεις που θα μπορούσε κάποιος να εμφανιστεί στον διάδρομο και ξεγλιστρω στην βιβλιοθήκη.

OcéaneWhere stories live. Discover now