Chapter eight

68 8 4
                                    

Η μία μέρα διαδεχόταν την άλλη και κάπως έτσι κύλησαν δύο εβδομάδες από την ημέρα έναρξης των μαθημάτων.

Φέτος,για μια ακόμη χρονιά είχα επιλέξει για το πρόγραμμα μου τα γαλλικά,την κηπουρική,την εικαστική παιδεία και την γλυπτική. Αναζητούσα την ηρεμία και την γαλήνη και τα συγκεκριμένα μαθήματα ήταν εκείνα που κάλυπταν άψογα αυτές μου τις ανάγκες.

Γενικότερα επέλεγα να αποφεύγω πράγματα και καταστάσεις, συναισθηματικές και μη που τάραζαν τα νερά μου.

Γεγονός που θα άλλαζε αργότερα,καθώς έπειτα από το τέλος εκείνης της χρονιάς τίποτε δεν θα ήταν πια το ίδιο για κανέναν απο εμάς.

Η μυστηριώδης κοπέλα από την άλλη - η Oceanè - που ακόμη απορώ με τον εαυτό μου που την αποκαλεί "μυστηριώδη", με αγνοεί τις τελευταίες δυο εβδομάδες.

Ή μάλλον δεν με αγνοεί, αλλά φροντίζει να μην είναι παρών στα μέρη που βρίσκομαι εκείνη την χρονική στιγμή.

Ο Jonah δεν κατάφερε να λύσει το "μυστήριο" της γνώριμης φωτογραφίας και του μαχαιριού αλλα ούτε και του παράξενου κοριτσιού στις κερκίδες εκείνη την μέρα του αγώνα.

Μα ούτε κατάφερε να ηρεμήσει πλήρως έπειτα από το περιστατικό παρά τις προσπάθειες του να μας πείσει για το αντίθετο.

Για αυτό και είχε βαλθεί να ψάχνει (για ούτε εγώ ξέρω τι) μαζί με τον Angelo που προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει βλεποντας τον ανήσυχο.

Είχε προτείνει και σε εμένα να ακολουθήσω μα η απάντηση μου ήταν κατηγορηματικά αρνητική.

Ένιωθα σαν να έπαιζα τον Σκούμπι ντου, τον πιστό φίλο του Σαγκι στην Εταιρεία μυστηρίου. Μόνο που όπως όλοι καλά γνωρίζουμε, κανένας από αυτούς τους δύο χαρακτήρες είναι αρκετά γενναίος,παρά μόνο ένα μάτσο φοβιτσιαρηδες που επιλέγουν το φαγητό αντί για το φάντασμα.

Κάτι που θα έκανα με ευχαρίστηση εαν με ρωτάτε.

{...}

Τριτοπροσωπη αφήγηση

Τα μαλλιά της απλώνονταν κατά μήκος του άσπρου μαξιλαριού και οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν γλυκά στο λευκό σαν το χιόνι πρόσωπο της.

Κρατούσε τα βλέφαρα κλειστά και απολάμβανε εκείνες τις λίγες στιγμές ηρεμίας που της χαριζε απλόχερα, χωρίς ανταλλάγματα ο θερμός ήλιος κάθε πρωί.

Δεν είχε όρεξη να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ο έξω κόσμος την κούραζε και την ταλαιπωρούσε, την θύμωνε και την στεναχωρουσε.

Δεν ήταν εύκολο να γίνει ένα με την μάζα και στην περίπτωση της δεν το επιδίωκε.

Πάντα ξεχώριζε χωρίς να το επιζητά και να το βροντοφωναζει.

Ήταν απλά διαφορετική.

Δεν είναι κακό να είσαι διαφορετικός έτσι;  Αναρωτιόταν περιστασιακά

Κάποτε είχε για απάντηση εκείνη της μητέρας της η οποία όχι μόνο πίστευε ότι το διαφορετικό είναι και το πιο όμορφο αλλά της το υπενθύμιζε καθημερινά.

Πλέον έχει μόνο τα αποκρουστικά και λυπημένα βλέμματα γεμάτα καχυποψία να της καίνε την σάρκα .

Μια κάψα που της σιγο καίει το δέρμα   και ύστερα τρυπάει τα κόκκαλα.

Έτσι στο τέλος δεν έμεινε τίποτε απο εκεινη πέρα από στάχτες σκορπισμένες στην γαλάζια θάλασσα,την θάλασσα  που κάποτε αντικατόπτριζε το χρώμα των  ματιών της μα πλέον έγινε το αιώνιο σπίτι της.









OcéaneWhere stories live. Discover now