Chapter one

240 21 113
                                    

Timothee's POV

Μετά από σχεδόν δύο μήνες ξεκούρασης και ηρεμίας,η παραμονή μου στο σπίτι των γονιών μου τελείωσε κάπως άδοξα.

Η μητέρα μου γνωστή για την αυτοσυγκράτηση και την ψυχραιμία της, έγινε κυριολεκτικά τούρμπο όταν ανακάλυψε το πακέτο με τα τσιγάρα στο σακίδιο μου.

Και ως γνωστόν ξεκινήσε το γνωστό τροπάριο της κλασσικής υπερπροστατευτικης και αυστηρής μητέρας.Αρχισε να λεει πως έχω παραστρατησει από τα ιδανικά μου και πως αυτή η παραβατική συμπεριφορά μόνο καλό δεν θα επιφέρει.

Παρακολουθούσα πιστά τα όσα έλεγε αλλά από ένα σημείο και μετά ξεκίνησα να κουτουλαω στο γραφείο από την νύστα και την βαρεμάρα. Ορισμένες φορές αυτή η γυναίκα μπορεί να γίνει υπερβολικά ιδιότροπη.

"Να ένας καλός λόγος για να αποφεύγεις τις γυναίκες Timothee και να συγκεντρωθείς στα μαθήματα σου" είπε μητέρα μου ακούγοντας τις σκέψεις μου.

"Μα πόσο καλά με ξέρεις Λαίδη Charlotte" της απαντησα τσιμπώντας τα ρόδαλα της μάγουλα περιπαιχτικά.

"Νεαρέ!"Φώναξε εκείνη στην προσπάθεια της να δείξει αυτοκυριαρχία. Μα μάταια καθώς ξέσπασε σε γέλια δευτερόλεπτα μετά.

"Τι θα κάνω χωρίς εσένα να τριγυρνάς μέσα στο σπίτι,μου λες;"είπε και με έσφιξε στην αγκαλιά της.

Μια αγκαλιά που με προστάτευε και μου κρατούσε ζεστασιά εκείνες τις κρύες νύχτες του χειμώνα, χαρίζοντας μου απλόχερα ανιδιοτελής αγάπη από την πρώτη στιγμή πού με κράτησε ποτέ της.

Όσο αυστηρή και να ήταν,όσο και να μην ήθελα να το παραδεχτώ, την γυναίκα εκείνη την λάτρευα σαν Θεά. Ήταν το δικό μου ιδεατό, το μικρό μου μυστικό.

{...}



Μα μη θέλοντας να την προσβάλλω,ένα μειδίαμα στην άκρη των χειλιών μου αρκεί.

Έχοντας στιβαξει τις βαλίτσες στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου με την βοήθεια του Simon,περνάω τα λουριά του σακιδιου μου στους ώμους περνώντας μια βαθιά ανάσα.

Οι κυρίες τις κουζίνας έχουν βγει με τις κατσαρόλες για να με χαιρετήσουν.

"Κοίτα να μην μας παχύνεις εκεί που θα πας Timothee. Είναι δική μας δουλειά αυτή!" εξέφρασε το παράπονο της η γηραιότερη γυναίκα του προσωπικού και η δική μου αγαπημένη.

Μεμιάς ανοιξε τα χέρια της και με τυληξε σε μια μεγάλη και σφιχτή αγκαλιά με δάκρυα στα μάτια.

Γέλασα με αυτή της την κίνηση καθώς συμπεριφερόταν λες και δεν θα με ξαναδεί ποτέ

Διαβάζοντας τις σκέψεις μου,μου απάντησε αμέσως. " Μη το γελάς! Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ.."

"Μα γλυκιά μου Brenda δεν πάω στον πόλεμο. Σχολείο πάω"

Κ'ομως ήξερε καλά τι έλεγε εκείνο το πρωί. Δεν θα την ξαναεβλεπα ποτέ,καθώς λίγες ώρες αργότερα η γερασμένη της καρδιά ξεψύχησε.

{...}

Το αυστηρό βλέμμα της μαμάς Charlotte είχε γλυκανει στην όψη του αποδιμητικου της πουλιού.

Ζεστά δάκρυα ανεβλυζαν από τα βιολετί της μάτια καθώς με αποχαιρετούσε με ένα γλυκό "σαγαπω" και "μην με ξεχάσεις".

Ο πατέρας μου από την άλλη μου έριξε ένα βλοσυρό και αποδοκιμαστικο βλέμμα καθώς μύρισε την μυρωδιά του τσιγάρου,μη μπορώντας να χωνέψει ότι ο καλο αναθρεμενος του γιος καπνίζει.

Η ψυχρότητα του χαρακτήρα του προϊδεάζε αυτή του την συμπεριφορά καθώς δεν περίμενα τίποτε παραπάνω από εκείνον.

Με ένα νεύμα του χεριού μου αποχαιρέτησα το σπίτι των παιδικών μου χρόνων, κατευθυνόμενος προς την ακαδημία Elite όπου θα εμένα εσώκλειστος για μια ακόμη χρονιά.

OcéaneDove le storie prendono vita. Scoprilo ora