chapter 14

5 2 0
                                    

Πήγαν λοιπόν και ψώνισαν για να στολίσουν το σπίτι.Η Νόρα επέμενε να πάρουν πράσινο δέντρο και ευτυχώς δηλαδή ,γιατί η Τέσσα είχε βάλει ένα μωβ δέντρο στο μάτι που δεν θα ταίριαζε με τα στολίδια που είχαν στην αποθήκη .
Ήταν στο ταξί όταν το τηλέφωνο της Τέσσας χτύπησε ,δεν ήξερε τι να κάνει
Ν:Ποιος παίρνει;
Η Τέσσα κοίταξε το κινητό της
Τ:Ο Μέλιορν είναι
Ν:Δεν θα το σηκώσεις;
Τότε θυμήθηκε της σκηνή με τον καφέ στην εταιρεία και είπε :Οχι δεν θέλω να του μιλήσω
Η Νόρα της έγνεψε καταφατικά ούτε και εκείνη τον πολύ πήγαινε .
Ν:Καλύτερα *
Ο Μελιορν απόρησε. Δεν το έβαλε κάτω όμως, έτσι την ξανά πήρε τηλέφωνο και όχι μόνο μια αλλά τέσσερις φορές ,στη τελευταία το σήκωσε
Τ:Τι θες; είπε νευριασμένη
Μ:Να σου μιλήσω
Τ:Σε ακούω
Μ:Από κοντά
Τ:Αα δεν νομίζω να μπορώ, έχω πολλά πράγματα να κάνω
Μ:Σαν τι ,να στολίσεις το σπίτι;
Τ:ναι!
Μ:Θέλω να σε δω
Τ:μπράβο και εγώ τι θες να κάνω ;
Μ:Ελα στο σπίτι μου
Η Τεσσα θυμήθηκε τις επισκέψεις του και ήταν έτοιμη να πει Ναι, γιατί δεν του είχε θυμώσει απλά την είχε νευριάσει μόνο, αλλά σκέφτηκε ότι τώρα που έβγαινε με τον Έρικ δεν θα ήταν σωστό.
Τ:Οχι δεν μπορώ
Μ:Τεσσ..
Τ:λυπάμαι Κυριε Σκετσ είπε και το έκλεισε.
Δεν θα την έπειθε, ουτε συ άλλος είχε πάρει την απόφαση της θα ήταν με τον Έρικ και όλη αυτή η τρέλα θα έφτανε στο τέλος της.
**
Την Κυριακή η Νόρα και η Τέσσα καθάρισαν το σπίτι .Ένα τέτοιο μεγάλο σπιτι θα έπαιρνε στην Τέσσα τουλάχιστον δυο μέρες για να το καθαρίσει αλλά ευτυχώς με την βοήθεια της φίλης της της πήρε σχεδόν όλο το πρωί .Μετά απο τέτοια κούραση αποφάσισαν  να φάνε βάφλες ,σε ένα νέο μαγαζί που είχε ανοίξει το Caramels .Πήραν το λεωφορείο και κατέβηκαν, μια στάση πριν το κέντρο . Το μαγαζί ήταν δυο τετράγωνο πιο κάτω οπότε έπρεπε να περπατήσουν.
**
Ο Μελιορν έπριξε την Άλις να πάνε στο Caramels. Ευτυχώς την έπεισε και πήγαν.Αν και καινούργιο μέρος, με την μυρωδιά της ζέστης βάφλας είχε προσελκύσει πολύ κόσμο όταν έφτασαν ,μια ψηλή κοπέλα κοντό στάθηκε μπροστά τους για να τους εξυπηρετήσει.
Σ:Πως μπορώ να σας βοηθήσω;
Μ:θα θέλαμε ένα τραπέζι για δυο Σ:ακολουθηστε με παρακαλώ είπε και έψαχνε με τα μάτια της ένα τραπέζι για να τους βάλει
**
Ένας  σερβιτόρος πλησίασε την Τέσσα η οποία χάζευε την εσωτερική βιτρίνα με τα γλυκίσματα
Σ:πως μπορώ να σας βοηθήσω;
Τ:Τραπέζι για δυο παρακαλώ
Σ:Ακολουθήστε με παρακαλώ
Τις οδήγησε σε ένα γωνιακό τραπέζι με τέσσερις καρέκλες .Εκεί είδαν μια ακόμα σερβιτόρα άλλο μαζί με την Άλις και τον Μέλιορν.
Α:Γεια σας κορίτσια τι τύχη!
Σ:Δεν υπάρχει άλλο τραπέζι δυστυχώς μπορείτε να το μοιραστείτε
Μ:Αυτό θα κάνουμε είπε και κάθισε σε μια καρέκλα, περιμένοντας και από τους άλλους να τον προσποιηθούν.
Τ:(Με δουλεύει το σύμπαν αυτό είναι! Δεν εξηγείται αλλιώς) Η Τέσσα είχε συγχιστεί και δεν είχε καμία όρεξη να καθίσει. Αλλά για να μην κάνει σκηνή τον προσποιήθηκε, κάθισαν όλοι στον ίδιο τραπέζι
Ν:(Ωω ρε φίλε)
Ήρθε ένας σερβιτόρος
Σ:Τι θα πάρετε;
Μ:Θα πάρουμε βάφλες με μέλι και φράουλα
Σ:Εσεις;
Τ:Βάφλες με σοκολάτα και μπισκότο.
Σ:εντάξει είπε παίρνοντας τους καταλόγους.
Α:Τι ωραία παρέα που είμαστε είπε και φίλησε τον Μελ στο μάγουλο
Μ:χαίρομαι που σας βλέπω κορίτσια
Τ:Ου ναι και εμείς είπε χωρίς να προσπαθεί να κρύψει τον εκνευρισμό της.
Μ:έρχεσαι λίγο να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;
Τ:Ναι είπε και σηκώθηκε,τα κορίτσια έμειναν αμίλητες. Η Τέσσα δέχτηκε γιατί ήξερε ακριβώς τι θα του έλεγε. Πήγαν στις τουαλέτες που δεν υπήρχε κόσμος για να μιλήσουν με την ησυχία τους. Την στρίμωξε στο τοίχο και την πλησίασε
Μ:Σε θέλω..
Έκανε να την φιλήσει και εκείνη τον έσπρωξε μακρυά της
Τ:Αντε μου στο διάολο Μελ, αυτό πρέπει να τελειώσει.
Εκεινος απλά της χαμογέλασε , την κόλλησε στον τοίχο ξανά και την φίλησε παθιασμένα
Εκείνη στην αρχή αντιστάθηκε αλλά μετά αφέθηκε στο φιλί του είχε πλέον ηττηθεί. Εκείνος ξεκόλλησε από πάνω της και είπε :Δεν τελειώσαμε και το ξέρεις
Η Τέσσα είχε γίνει έξαλλη, επέστρεψαν στο τραπέζι και είδαν την Άλις και την Νόρα να τσιμπολογούν από τις βάφλες που είχαν φτάσει πήραν και αυτοί την θέση τους στο τραπέζι για να  φάνε.Η Νόρα  γύρισε και ψιθύρισε στη Τεσσα :Όλα καλά ;
Τ:Μόλις φάμε θα φύγουμε Νόρα
Ν:Ωραία
Μ:Μα γιατί να χαλάτε την παρέα τώρα ;
Τ:Δεν θέλουμε να είμαστε φαναράκια Κ. Σκετσ
Έφαγαν και μετά πήρε την Νόρα από το χέρι και έφυγαν αφήνοντας μερικά χρήματα πάνω στο τραπέζι
Ο Μελιορν έμεινε σιωπηλός στην θέση του.
Α:Καλύτερα που έφυγαν μωρό μου είπε και έκανε να τον αγκαλιάσει
Μ:Σκάσε Άλις!
Και έτσι κάπως τελείωσε η Κυριακή τους ο Μελιορν είχε κερδίσει ένα φιλί από την Τεσσα αλλά ήταν αυτό αρκετό για γυρίσει σε αυτόν ;
**
(Δευτέρα)
Ο Έρικ δεν είχε κανένα τηλεφώνημα από την Τέσσα του ήρθε στο μυαλό ότι ίσως με κάποιον τρόπο εκείνη ,θα είχε χάσει το τηλέφωνο του, ετσι σκέφτηκε να περάσει  από την εταιρεία της ,πήρε την μηχανή του και έφυγε .Οταν έφτασε στην ρεσεψιόν ρώτησε για την Τέσσα και η ρεσεψιονιστ του είπε: Δεν ξέρω κάποια Τεσσα
Ε:ΕΕ τότε τον Κ. Σκετσ
Θυμήθηκε που του το είχε πει την ώρα που ήταν στην μηχανή του έλεγε να πάνε πιο γρήγορα γιατί του Κυρίου Σκετσ δεν του αρέσει να περιμένει
Έτσι του είπε σε ποιον όροφο ήταν.
Όταν έφτασε βρήκε μπροστά του έναν άντρα γύρω στα τριάντα αρκετά αντιπαθητικό.
Ερ:Να σας ρωτήσω δουλεύει εδώ η Τεσσα;
Ντ:Δεν νομίζω είπε καταλαβαίνοντας ότι έτσι θα χαλούσε την έκπληξη της Τέσσας. Ήταν έτοιμος να φύγει, όταν την είδε να περπατάει στο διάδρομο(ήταν τόσο όμορφη) έτρεξε προς τα εκεί
Ντ(Γαμώτο την βρήκε)
Ερ:ΤΕΣΣΑ!
Τ:ΕΡΙΚ!
άρχισε να τρέχει και αυτή προς το μέρος του. Εκείνος την αγκάλιασε και την σήκωσε εκείνη άρχισε να γελάει .
Τ:Πως με βρήκες ;
Ερ:Δεν ήταν δύσκολο είπε και την φίλησε χώρισε να τον νοιάζει που ήταν.
Εκείνη την στιγμή βγήκε φουριόζος ο Μέλιορν ,από το γραφείο και τους είδε
Μ:Τεσσα έχουμε και δουλειές
Τ:χαχα το ξερω Κ.Σκετσ
Ερ:ποιος είναι αυτός ;
Τ:Το αφεντικό μου
Ερ:Αα δώσε μου δυο λεπτά είπε και την άφησε. Πλησίασε τον Μελιορν και του είπε :Κοίτα Σκετσ θα πάρω την κοπέλα μου να πάμε βόλτα δώσε της άδεια.
Μ:Και γιατί να το κάνω αυτό ;
ΕΕ:Γιατί θα φύγουμε όπως και να έχει απλά δεν θέλω να μπλέξει
Μ:Χμμ εντάξει θα σας αφήσω είπε καθώς ήταν έτοιμος να σπάσει στο ξύλο τον Έρικ.
Ερ:Να 'σαι καλά είπε και έφυγε πιασμένος χέρι χέρι με την Τέσσα.
Όταν γύρισε στο γραφείο του ο Μέλιορν σκέφτηκε πόσο κόπανος ήταν αυτός ο Έρικ.
*
Ερ:Τι κόπανος αυτός ο Σκετσ είπε ο Έρικ καθώς διέσχιζαν το πάρκινγκ για να πάνε στην μηχανή του.
Τ:Απλα είναι λίγο αυστηρός
Ερ:Τελος πάντων , τι θα έλεγες να πάμε για πρωινό ;

Guilty Thoughts  # 1ο ΒιβλίοDonde viven las historias. Descúbrelo ahora