Chapter 4

71 4 0
                                    

Οι επόμενες μέρες πολύ βαρετές όταν οι γονείς μου μού ανακοίνωσαν ότι θα πάμε στους θείους μου που είχαμε να πάμε κάτι αιώνες. Είχε επιστρέψει και ο ξάδερφος μου από την Γαλλία μετά από 2 χρόνια και ανυπομονούσα να τον δω. Έβαλα το καλό μου φόρεμα, έφτιαξα τα μαλλιά μου μπούκλες, βάφτηκα ελαφρώς και φόρεσα το μαύρο παλτό μου. Οι θείοι μου έμεναν στην Αγία Παρασκευή αλλά μετακόμισαν στο σπίτι του παππού μου στο Παγκράτι και έμεναν μαζί του για να τον φροντίζουν μιας και ήταν μεγάλος σε ηλικία. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση και σε λίγη ώρα ήμασταν εκεί. Μπήκαμε σπίτι, χαιρετηθήκαμε και καθίσαμε όλοι μαζί λέγοντας τα νέα μας ταυτόχρονα. Ο ξάδερφος μου, Άγγελος, ήρθε και κάθισε ακριβώς δίπλα μου και μου έλεγε για το πως ήταν η Γαλλία. Έφερε και το κινητό του για να μου δείξει φωτογραφίες. Πόσο τον ζήλευα, μπορούσε να κάνει ότι θέλει και είχε πάει πολλά ταξίδια λόγω της δουλειάς του σε διάφορα μέρη όπως Αγγλία, Νέα Υόρκη, είχε πάει και στη Βραζιλία σε αυτή την ανύπαρκτη θεία μου. Ήθελα να με πάρει μαζί του μια φορά γιατί εγώ τέτοια ταξίδια δεν θα κάνω ποτέ, που τέτοια τύχη. Ο πατέρας μου ήταν πολύ της άποψης να είμαστε σπίτι μας πάντα και όχι φιλοξενούμενοι και η μητέρα μου ήταν εντελώς αντικοινωνική. Εγώ ήμουν το περίεργο παιδί της οικογένειας, κοινωνική, με ευχάριστη διάθεση, περιπετειώδης και ήθελα να μάθω πολλά. Και τότε μου χάλασε η διάθεση. Πάλι τον Θανάση σκέφτηκα που δεν είχε παρατηρήσει τίποτα από αυτά. Μπορεί να μην ήμουν η πιο όμορφη, η πιο κορμάρα, με τα πιο ωραία μάτια, η πιο καλοντυμένη και η πιο δημοφιλής αλλά είχα καλή καρδιά αλλά πάντα το μόνο που εισέπραττα ήταν απόρριψη. Άνοιξα το κινητό μου να μπω στο facebook μήπως είχα κάποιο μήνυμα αλλά μόνο η Ιωάννα μου είχε στείλει και διάθεση να της απαντήσω δεν υπήρχε. Ζήτησα από τους γονείς μου να γυρίσω σπίτι γιατί δεν ένιωθα καλά και μου είπαν να πάρω λεωφορείο γιατί εκείνοι δεν ήθελαν να γυρίσουν ακόμα. Το δέχτηκα γιατί δεν ήθελα να κάτσω άλλο. Θα έκανα τα πάντα για να γυρίσω σπίτι. Μετά από ένα τέταρτο που περίμενα, το λεωφορείο έφτασε και με άφησε κοντά στο σπίτι μου. Μπήκα με βαριά βήματα μέσα και πέταξα τα επίσημα ρούχα μου. Έκανα μπάνιο για να χαλαρώσω και έβαλα τς πιτζάμες μου. Έκανα τα μαλλιά μου πλεξουδάκια για να μην μπλεχτούν και έπαιξα παιχνίδια στο κινητό μου. Και τότε ακούστηκε ήχος μηνύματος από το facebook. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και μόλις το άνοιξα ηρέμησε και ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου. Ήταν ο Θανάσης.

- "Θα είσαι φέτος στο σχολείο;" , με ρώτησε.

- "Ναι, θα είμαι!" , απάντησα προσπαθώντας να κρύψω τη χαζοχαρούμενη διάθεσή μου.

- "ΟΚ, απλά τους ρωτάω όλους"

- "Εντάξει"

Έπεφτα από τα σύννεφα και δεν με ένοιαζε που στο τέλος θα έτρωγα τα μούτρα μου με την ανώμαλη προσγείωση πάνω στην πραγματικότητα. Νοιαζόταν. Έστω και για μια βλακεία που με ρώτησε. Νόμιζα ότι θα αρχίσω να ουρλιάζω και να το φωνάζω σε όλους αλλά αντιθέτως, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου με το κινητό μου αγκαλιά και απλά χαιρόμουν μόνη μου. Μου έφτιαξε τόσο πολύ την διάθεση. Που να 'ξερε. Άντε να κοιμηθώ τώρα...!

Ματωμένες ΑναμνήσειςWhere stories live. Discover now