Chapter 5

65 4 0
                                    

Μετά από μια εβδομάδα, ήταν η μέρα του αγιασμού που θα δω όλα τα παιδιά και εκείνον. Αλλά το πιο πιθανό είναι να μην έρθει οπότε πιστεύω να γλιτώσω τη ντροπή. Ξύπνησα πρωί, έπλυνα το πρόσωπό μου και έφαγα πρωινό, δημητριακά. Μετά από λίγη ώρα ήρθε ο αδερφός μου και κρατούσε κοροιδευτικά τη στολή του σχολείου λέγοντάς μου "Φόρα σαν καλό παπαδοπαίδι στη στολή σου και τράβα στο σχολείο!". Του χώνω μια φάπα στην πλάτη και πάω να βάλω τα ρούχα. Το σχολείο μου είναι ένα ιδιωτικό σχολείο, Χριστιανικό, με μοναχές για διευθύντριες οι οποίες είναι πολύ περίεργες. Όχι στις σχέσεις, όχι στα μπλουζάκια χωρίς μανίκια, δεν μας επιτρέπει να φοράμε σορτσάκια το καλοκαίρι παρά μόνο βερμούδες και κάθε φορά που πάμε εκκλησία πρέπει τα κορίτσια να φοράνε φούστα αλλιώς το κήρυγμα πάει σύννεφο. Και όχι κοντές φούστες, και καλά κάνει σε αυτό το θέμα αλλιώς τα μάτια των αγοριών θα είχαν πεταχτεί έξω και θα σφουγγαρίζαμε τα σάλια. Τελοσπάντων αυτό το σχολείο είναι πολύ αυστηρό και επεμβαίνει συνέχια στην προσωπική ζωή των παιδιών αν κάνουν κάτι λάθος ή δείξουν περίεργη συμπαριφορά, μόνο ψυχολόγο δεν μας έχουν φέρει ακόμα. Πίσω στην πραγματικότητα, έβαλα τη στολή του σχολείου και κοίταξα το είδωλο μου στον καθρέπτη και δεν ήταν και τόσο άσχημα τελικά. Είχα ψηλώσει κιόλας και μου έκανε καλύτερα. Πήρα την μάσκαρα και άρχισα να βάφω τις βλεφαρίδες μου για να δείχνουν μεγαλύτερες και να τονίζουν τα μάτια μου. Μετά πήρα το σίδερο για τα μαλλιά και τα έκανα λίγο φουντωτά για να σπάσει τη μουντίλα της στολής. Έβαλα τις μπαλαρίνες μου και ξεκίνησα για να πάω στο σχολείο. Μπήκα στο αμάξι του πατέρα μου και ξεκινήσαμε. Η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή, κι αν τον έβλεπα τι θα έκανα; Θα γέλαγα σαν το χαζοχαρούμενο και θα κοκκιίνιζα από ντροπή όπως κάθε άλλη φορά που τον κοίταζα και με έπιανε σε μια φάση "Είμαι χαμένο και ηλίθιο". Προσπάθησα να βγάλω από το μυαλό μου τις αρνητικές σκέψεις και κάθισα πιο αναπαυτικά στη θέση μου. Μέχρι που ένιωσα το αμάξι να σταματάει και τον πατέρα μου να το παρκάρει. Ο τρόμος επέστρεψε πάλι. Περπατούσα όσο πιο αργά μέχρι το σχολείο μπας και κερδίσω χρόνο αλλά αντιθέτως έφαγα βρίσιμο από τον πατέρα μου ότι καθυστερώ και θα χάσουμε τον αγιασμό. Δεν μπορούσαμε να το χάσουμε γιατί ήμασταν και δέκα λεπτά νωρίτερα εκεί αλλά εντάξει τι να πω. Μπήκα αργά από την πόρτα του σχολείου ενώ κόντευα να λιποθυμήσω. Είδα την φίλη μου την Μαριλένα και την πλησίασα γρήγορα πριν με πιάσει κάποιος άλλος απροετοίμαστη και μου μιλήσει. Τότε μπήκε ο Θανάσης στην αυλή και ήρθε προς το μέρος μας για να χαιρετήσει την Μαριλένα. Ήμουν έτοιμη να φύγω να πάω σε άλλη παρέα να μιλήσω αλλά η Μαριλένα με τράβηξε από το χέρι για να καθίσω μαζί της. Την χαιρέτησε και εκείνη έκανε κάτι χαζοχαρούμενα και μετά μου μίλησε.

- "Γεια σου! Τι κάνεις;", είπε χαρούμενα.

- "Καλά μια χαρά είμαι εσύ;", μέσα στην αμηχανία μου απάντησα φυσιολογικά ευτυχώς.

- "Τέλεια! Θα τα πούμε γεια σας!"

Και με αυτά τα λόγια έφυγε και πήγε στην παρέα του. Μου φάνηκε πολύ περίεργο που μου μίλησε χαρούμενος και πρέπει να είχα μείνει λίγο με το στόμα ανοιχτό γιατί πήρε στην Μαριλένα λίγο χρόνο για να με βγάλει από τις σκέψεις μου. Την υπόλοιπη ώρα δεν βρεθήκαμε καθόλου και δεν ασχολήθηκα να του μιλήσω γιατί είχα γίνει κατακόκκινη. Όταν φεύγαμε τον συνάντησα και κουνήσαμε για χέρια μας για να χαιρετήσουμε ο ένας τον άλλον. Πήγα σπίτι και έκανα ένα μπάνιο και μετά είδα τηλεόραση όταν ξαναπαίχτηκαν στο μυαλό μου όλα όσα συνέβησαν σήμερα. Τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβει και άρχισα να χοροπηδάω στο δωμάτιο από εδώ και από εκεί με δυνατά τη μουσική και να ουρλιάζω, τέλεια ευκαιρία μιας και ήμουν μόνη στο σπίτι. Όλο το βράδυ ήμουν στον κόσμο μου και είχα το χαζό χαμόγελο στα χείλη μου. Ούτε facebook δεν μπήκα που συνήθως εκεί περνάω την περισσότερη ώρα μέσα στη μέρα. Τίποτα δεν μου χάλαγε τη διάθεση. Τίποτα απολύτως...!

Ματωμένες ΑναμνήσειςWhere stories live. Discover now