Κεφάλαιο 40

140 8 1
                                    

Αυγής POV

Φτάσαμε έξω από το πατρικό του και στην διαδρομή δεν είχαμε πει τίποτα.

Πάτησε το θυροτηλέφωνο και μια φωνή ακούστηκε.

"Νάταλι, ο Άγγελος είμαι. Άνοιξε μου" είπε κάπως απότομα και σκέφτηκα να του κρατήσω το χέρι. Απέβαλε αυτήν την σκέψη και άφησα τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους.

Η πόρτα άνοιξε και διασχίσαμε την μεγάλη αυλή του σπιτιού του. Η κεντρική ήταν ήδη ανοικτή έτσι μπήκαμε μέσα.

"Γειά σας" μας χαιρέτησε ευγενικά η κυρία και ανταπέδωσα το χαμόγελο.

"Νάταλι, από εδώ η Αυγή. Πού είναι η μαμά μου;" είπε βιαστικά και το βλέμμα της κυρίας Νάταλις άλλαξε.

"Βρίσκεται στο δωμάτιο της. Ήταν πολύ κουρασμένη. Μπορείτε να την δείτε" ο Άγγελος χωρίς να απαντήσει με άρπαξε από τον καρπό και άρχισε να ανεβαίνει βιαστικά τις σκάλες τραβώντας με.

" Άγγελε σιγά! Θα με ρίξεις!" είπα αφού έτσι γρήγορα που με τραβούσε δεν έφτανα.

Δεν με άκουσε μάλλον διότι συνέχισε κανονικά. Στο προτελευταίο σκαλί γλίστρησα διότι δεν πρόλαβα να πατήσω καλά πάνω στο σκαλί με αποτέλεσμα να πέσω κάτω. Ευτυχώς ο Άγγελος με άρπαξε εγκαίρως από την μέση πριν γίνω ένα με το πάτωμα. Με κοίταξε ανήσυχος.

"Είσαι καλά;" αμέσως τον έσπρωξα εκνευρισμένη.

"Σταμάτα να έχεις αυτήν τη στάση. Λες και με έφερες με το ζόρι. Δεν αντέχω άλλο!" ξέσπασα και ένιωσα τα χέρια μου να σφίγγονται.

"Έχεις αλλάξει. Μακάρι να γίνεις ο Άγγελος που ξέρω και αγαπώ" είπα πριν τον προσπεράσω γρήγορα και φτάσω έξω από το δωμάτιο της μαμάς του.

"Κυρία Άννα; " ρώτησα δυνατά χτυπώντας την πόρτα.

" Ελάτε μέσα" άκουσα την φωνή της και άνοιξα την πόρτα.

"Εσύ θα μείνεις εδώ" γρύλισα μπροστά στο πρόσωπό του κάνοντας του νόημα πως θα μείνει έξω.

"Δεν θα μου πεις τι θα κάνω" έφτυσε και χαμογέλασα ειρωνικά.

" Κοίτα με" είπα και έκλεισα την πόρτα κλειδώνοντας την γρήγορα.

"Γαμώτο!" φώναξε από πίσω και χαμογέλασα σαν νικήτρια.

"Ποιος ήρθε;" ρώτησε η κυρία Άννα και κοίταξα γύρω στο δωμάτιο όμως δεν ήταν πουθενά.

" Εγώ είμαι, η Αυγή. Πού είστε;" ρώτησα και την είδα να βγαίνει έξω από το μικρό δωμάτιο που είχε σαν ντουλάπα.

Φορούσε ένα υπέροχο κίτρινο μακρύ φόρεμα και χρυσά σανδάλια. Το σώμα της ήταν στολισμένο με διάφορα κοσμήματα. Είχε αδυνατίσει λίγο και το δέρμα της ήταν πιο χλωμό από άλλες φορές. Είχε χάσει όλες τις τρίχες του σώματος της και φορούσε ένα κίτρινο φουλάρι στο κεφάλι της. Παρόλα αυτά το χαμόγελο της δεν χανόταν από το πρόσωπο της.

"Είστε πανέμορφη" είπα με κόφτη ανάσα και ήρθε κοντά μου αγκαλιάζοντας με.

"Τι κάνεις Αυγή μου; Είσαι καλά;" ρώτησε και μου χάιδεψε τα μπράτσα απαλά.

"Μια χαρά. Εσείς πως νιώθετε;" ρώτησα και αναστέναξε.

"Μια χαρά, λίγο αδιάθετη όμως. Ο Άγγελος που είναι; "

" Είναι έξω. Δεν τον άφησα να μπει" εξήγησα και γέλασε.

"Τον έβαλες τιμωρία ε; Δεν πειράζει εμείς οι γυναίκες κάτι περισσότερο ξέρουμε! Άλλωστε καιρό έχει να τα πούμε οι δύο μας!" είπε χαρούμενη και κάθισε στο κρεβάτι κάνοντας μου νόημα να καθίσω δίπλα της. Ούτε πως κατάλαβα ότι πέρασαν δύο ώρες με εμάς να μιλάμε για ό, τι μπορούσα να φανταστώ.

Μόλις βγήκαμε έξω από το δωμάτιο ο Άγγελος ήρθε τρέχοντας μπροστά μας.

" Γεια σου μαμά" της χαμογέλασε και τον τράβηξε στην αγκαλιά της. Με κοιτούσε πάνω από τον ώμο της εχθρικά και χαμογέλασα παιχνιδιάρικα.

"Γεια σου Άγγελε μου. Πώς είσαι;" τον ρώτησε χαρούμενη που έβλεπε τον γιο της.

"Καλά. Εσύ πώς είσαι; Έχουν υποχωρήσει οι πονοκέφαλοι;" την κοίταξε ανήσυχος.

"Μην ανησυχείς για εμένα, είμαι σαν περδίκι! Τώρα, θα πρέπει να πεινάτε. Ελάτε κάτω να φάμε, θα πω στην Νάταλι να μαγειρέψει κάτι για εμάς!"

[..]

Η ώρα είχε περάσει γρήγορα και ήμασταν πλεον στο αυτοκίνητο για να πάμε σπίτι.

"Φτάσαμε" είπε ξαφνικά ο Άγγελος ξαφνιάζοντας με. Κοίταξα μία το σπίτι και μία εκείνον. Δεν ξέρω αν πρέπει να του πω να κατέβει. Ή μάλλον αν θέλω εγώ.

"Θα τα πούμε αύριο;" ρώτησε και ανασήκωσα τους ώμους μου.

"Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν θα τα ξαναπούμε" είπα απλά και τον άκουσα να ξεφυσάει δίπλα μου.

"Δεν μπορώ να είμαι με κάποιον που με βάζει να διαλέξω σε εκείνον και στο μέλλον μου. Που βάζει τον εγωισμό του πάνω από τα θέλω μου και τις αποφάσεις της ζωής μου" εξήγησα και τον κοίταξα. Μετάνιωσε, το κατάλαβα. Για όλα όσα μου είχε πει. Όμως πρέπει να το ακούσω.

" Πες το. Πες το μου και θα μείνω" σχεδόν τον παρακάλεσα. Με κοιτούσε στα μάτια για λίγα λεπτά σκεπτικός και όταν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει ένιωσα πεταλούδες στο στομάχι, μία λύτρωση. Όλα εξαφανίστηκαν όμως όταν το έκλεισε απευθείας.

"Αντίο Άγγελε" είπα με δάκρυα στα μάτια και άνοιξα την πόρτα γρήγορα βγαίνοντας έξω.

Κοίταξα πίσω, αλλά το αυτοκίνητο είχε ήδη χαθεί στους σκοτεινούς δρόμους.

Τι λες, θα τα καταφέρουμε;Where stories live. Discover now