Σε είδα. Καθόσουν ήρεμη στην κούνια και αγνάντευες τον μαύρο ουρανό. Φοβόσουν. Φοβόσουν πως τα σκουριασμένα λουριά του αντικειμένου δεν θα άντεχαν το βάρος σου.
Με θυμάσαι; Με θυμάσαι καθόλου; Εγώ είμαι. Η περιποιημένη, μικρόσωμη κούκλα που είχες πάντα αγκαλιά. Με αγαπούσες τόσο πολύ. Πάντα μου ψυθίριζες τα μυστικά σου. Πάντα χτένιζες τα μαλλιά μου και με την χρυσή κορδέλα, τελειοποιούσες τις πλεξούδες μου. Με πονούσες. Η κορδέλα τραβούσε τις τρίχες μου και το σφίξιμο έκλεβε την τελευταία τους πνοή.
Θυμάσαι.. θυμάσαι όταν σου άρεσε ένα αγόρι; Ένα όμορφο παιδί, με λαμπερά, γαλάζια μάτια και χρυσή ψυχή. Θυμάσαι που ψυθίριζες με κόκκινα μάγουλα πόσο θέλεις να τον φιλήσεις στο μάγουλο; Θυμάσαι όταν είπε πως θέλει ένα άλλο κορίτσι; Στην δική μου αγκαλιά τρύπωσες και άφησες τα δάκρυα να πέσουν.
Θυμάσαι αργότερα; Όταν σε παράτησαν οι γονείς σου; Εμένα κρατούσες σφιχτά, σε εμένα ψυθίριζες πως φοβάσαι.
Θυμάσαι όταν τύλιξε τα χέρια του γύρω από το κορμί σου; Σε εμένα ούρλιαζες πως δεν θες, σε εμένα έλεγες πως παγιδευμένη σε τέσσερις τοίχους, δεν μπορούσες να τρέξεις, να ξεφύγεις από το κτήνος, που σε τρομοκρατούσε.
Θυμάσαι.. θυμάσαι τότε που πέθανε; Θυμάσαι όταν το γυάλινο μπουκάλι έσκισε το δέρμα του και το μπορντό αίμα του κύλησε στα χέρια σου; Αυτά τα αθώα χέρια άλλαξαν μορφή σε δευτερόλεπτα.
Μήπως, μήπως θυμάσαι όταν το προσπάθησες; Σου άρεσε η όψη του γκρεμού. Σου άρεσε ο θάνατος που σε καλούσε. Επιθυμούσες αυτή την απόλαυση. Ο εαυτός σου, ο χειρότερος σου εχθρός, να ουρλιάζει από τρόμο καθώς χτυπάει επίπονα στο έδαφος.
Θυμάσαι τότε.. τότε που μου είπες πως δεν με χρειάζεσαι πια. Που μου τόνισες πως είσαι χαρούμενη και δεν χρειάζεσαι ένα πλαστικό να σε φροντίζει.
Είχα χαμογελάσει. Δεν το πρόσεξες. Δεν καταλάβαινες. Σου έλεγα πως δεν πρέπει. Σου έλεγα να σταματήσεις. Αλλά ξέρεις τι έκανες; Μια τζούρα. Μια τζούρα να νιώσεις την ηρεμία, να κυλάει στο κορμί σου.
Κατέληξα στον θάνατο. Εμένα πέταξες. Εγώ τι έκανα; Τι σου έφταιξα εγώ; Είπες πως σου δημιουργώ κρίσεις, πως γελάω πίσω από τη πλάτη σου, πως κοροϊδεύω τον πόνο σου.
Πώς ένιωθες; Πώς ένιωθες όταν οι μαχαιριές εισήλθαν στο κορμί μου; Με τον μικρό, κόκκινο αναπτήρα έκαψες το απαλό δέρμα μου. Με το νερό έκλεψες την ανάσα μου. Και μετά πέταξες το κατεστραμμένο, αηδιαστικό πλαστικό μου στον γκρεμό.
Σου λείπω καθόλου; Μα.. Δεν γίνεται να σου λείπω. Μαζί με εμένα πέθανες κι εσύ. Ξέρεις ποιο είναι το αστείο όμως; Πώς ο πόνος μου δεν άγγιζε τον δικό σου. Πώς η επιθυμία μου, εσύ, πέθαινες στην κρυψώνα σου, πέθαινες κάτω από το πουπουλένιο φόρεμα μου.
Τελικά η σκουριά της κούνιας δεν σε άντεξε. Χάνεσαι στο σκοτάδι αργά. Συγγνώμη, συγγνώμη αλλά δεν έχω άλλη δύναμη. Η εξάντληση με περικύκλωσε. Δεν μπορώ να σε σώσω.
Περίμενε.. Περίμενε με. Να πεθάνουμε μαζί..
Χελλοο πιπολ
Συγγνώμη για την καθυστέρηση, δεν έχω ούτε έμπνευση ούτε διάθεση τελευταία.Ας εξηγήσω το σημερινό χάος.
Στην ουσία, παρακολουθούμε μια κοπέλα από την αρχή έως το τέλος της ζωής της. Στο πλευρό της είχε μια κούκλα, για εμάς παιδικό παιχνίδι αλλά για εκείνη ο δαίμονας, ο καταστροφικός της εαυτός, η επιθυμία της για αιώνιο θάνατο.Εμ- ναι._. Ξέρω μαλακία αλλά πραγματικά έπρεπε να κάνω κάτι. Δεν ξέρω τι. Απλά δεν μπορώ να στέκομαι. Θέλω να κάνω κάτι και τώρα πρέπει να μελετήσω για αύριο..
Ξέρω θα ακουστεί περίεργο,
αλλά θέλετε να γνωριστούμε; Εννοώ, μου αρέσει να μιλάω με ανθρώπους, να μαθαίνω νέα ενδιαφέροντα και να επικοινωνώ με τη ζωή. Οπότε.. θέλετε να σας στείλω μήνυμα; :)Ελπίζω να είστε καλά και να κοιμηθείτε ήρεμοι.
Σας αγαπάω πάρα πολύ...
Αν σταματήσει αυτή η ιστορία, ζητώ συγγνώμη. Να ξέρετε πως η υποστήριξη σας μου δίνει δύναμη και δεν θα ξεχάσω τα θετικά σχόλια σας. Σας ευχαριστώ και πάλι για όλα
*ξέρω κριντζ αλλά πειν σοου νε..*
💜💜💜α ναι άλλαξα κι εξώφυλλο- καιρός ήταν-
YOU ARE READING
𝒏𝒐𝒕 𝒇𝒆𝒆𝒍𝒊𝒏𝒈 𝒍𝒊𝒌𝒆 𝒔𝒎𝒊𝒍𝒊𝒏𝒈
RandomΔεν έμεινε πολύ. Λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα και θα φτάσω το τέλος. Λίγο ακόμα και θα σταματήσει να πονάει. Θα επουλωθούν οι πληγές, τα μαχαίρια δεν θα χαράζουν το δέρμα μου. Ο κόσμος θα μαυρίσει, ρίχνοντας τη μάσκα του. Σιωπή θα αντικαταστήσει τα γέλια...