"Θέλω να ξέρεις πως είμαι εδώ. Πάντα θα είμαι δίπλα σου."
Για άλλη μία φορά τα μάτια του άνοιξαν στη μέση της παγερής νύχτας, καθώς η τρομοκρατική εμφάνιση της πανσέληνου εκφόβιζε τους ανθρώπους.
Κάθησε στο κρεβάτι του, νιώθοντας τον πόνο να αγγίζει κάθε χιλιοστό του κεφαλιού του. Ο κρύος αέρας, προερχόμενος από το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου, πάγωνε τα ξεραμένα δάκρυα του.
Έριξε το βλέμμα στο μαξιλάρι και γρήγορα πέρασε το χέρι του από κάτω του. Έπιασε με τα δάκτυλα του την μικρή εικόνα και την έφερε κοντά στο πρόσωπο του.
Ήταν τόσο όμορφη. Η ομορφιά της κοπέλας στην παλιά εικόνα, δημιουργούσε νέες πληγές στην καρδιά του. Τα μακριά, σπαστά μαλλιά της έπεφταν στο πρόσωπο της, καθώς το κορμί της βρισκόταν ανάμεσα σε ηλιοτρόπια. Το χαμόγελο της ήταν πιο εκθαμβωτικό από τα ξεθωριασμένα λουλούδια. Οι ακτίνες του ήλιου φώτιζαν τα χαρακτηριστικά της.
Οι αναμνήσεις χτυπούσαν το μυαλό του. Σαν να είχαν ξεχαστεί για αιώνες και ξαφνικά η μνήμη αποφάσισε να τις επαναφέρει.
Όμορφος ο ύπνος. Ξεχνάς. Κρίμα που αναγκάζεσαι να γυρνάς στην πραγματικότητα. Κρίμα που η πραγματικότητα σου είναι αυτή.
Πέταξε την εικόνα στο πάτωμα, αναγκάζοντας την να ακουμπήσει πάνω στα άδεια μπουκάλια. Ένα, δύο τρία, τέσσερα, πέντε, έξι. Βαρέθηκε να μετρά τις πληγές του. Ευκολότερο ήταν να μετρήσει το καταναλωμένο αλκοόλ.
Έπιασε ένα πακέτο τσιγάρα και το έβαλε βαθιά στη τσέπη του σκισμένου παντελονιού του. Φόρεσε την βρώμικη ζακέτα του και έδεσε τα κορδόνια των παπουτσιών του.
Βγήκε από το διαμέρισμα του, κατευθυνόμενος προς την γέφυρα.
Το σκοτάδι τον τρόμαζε. Η απόλυτη σιωπή και οι κρυφές ματιές του φεγγαριού έφερναν ανατριχίλες στο κορμί του. Άρχισε να τρέχει. Ένιωθε τους δαίμονες του να τον πλησιάζουν, να τρέχουν από πίσω του. Ένιωθε την μοναξιά να τον αγκαλιάζει και τον πόνο να χαϊδεύει τα μαλλιά του.
Έφτασε την γέφυρα. Θαύμασε την μαύρη απόχρωση την θάλασσας. Θαύμασε τον μαύρο ουρανό που του ψυθίριζε πόσο ηλίθιος είναι. Ήταν αρκετά είναι η αλήθεια. Αν δεν ήταν η κοπέλα θα ήταν εδώ. Αν δεν ήταν ηλίθιος, αν δεν την άφηνε να πέσει, τότε θα ήταν εδώ. Τότε θα ήταν δίπλα του.
Στερέωσε το βάρος του στα χέρια του, και εκείνα στα κρύα σίδερα. Ήταν τόσο κοντά στο να την βρει. Τόσο κοντά στο να την αγκαλιάσει.
Άρχισε να κλαίει βουβά. Έπιασε το πακέτο από την τσέπη του και διάβασε το εξωτερικό. Η όραση του ήταν θολή, τα δάκρυα του γλύκαναν τα σκληρά χαρακτηριστικά του, καθώς η κοπέλα τον παρακολουθούσε.
Κοίταζε την θλίψη του. Πάντα ήταν τόσο δυνατός, τόσο αισιόδοξος και χαρούμενος. Πέρασε το χέρι της στον ώμο του. Ήθελε να του χαμογελάσει, να του ψυθιρίσει πως είναι εντάξει, πως ο θάνατος είναι γλυκός. Αλλά οι ψύθιροι του ουρανού ήταν δυνατότεροι.
Με μια απότομη κίνηση ο νεαρός πέταξε τα τσιγάρα στην θάλασσα. Τα κοίταζε που εξαφανίζονταν στο μαύρο υγρό.
Άρχισε να κλαίει δυνατότερα. Τα ήθελε πίσω.Έριξε το κορμί του στο βρώμικο τσιμέντο. Αγκαλιάζοντας με τα χέρια του τα γόνατα, έκρυψε το άσχημο, γεμάτο δάκρυα πρόσωπο του.
Η κοπέλα έκατσε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Τον φίλησε απαλά στο μάγουλο και ψυθίρισε στο αυτί του.
"Ηρέμησε. Είμαι δίπλα σου. Πάντα θα είμαι."
Χελλοο
Εμ._. Δεν χρειάζονται εξηγήσεις.Νεκρή κοπέλα που αυτοκτόνησε, ερωτευμένο αγόρι που νιώθει μοναξιά κι η καθημερινότητα του.
Δεν είμαι ευχαριστημένη.
Δεν μου άρεσε. Νιώθω τόσο άσχημα που μου ήρθε έμπνευση. Τρομερό._.Ελπίζω να είστε καλά και να περνάτε όμορφα
💜💜💜
VOUS LISEZ
𝒏𝒐𝒕 𝒇𝒆𝒆𝒍𝒊𝒏𝒈 𝒍𝒊𝒌𝒆 𝒔𝒎𝒊𝒍𝒊𝒏𝒈
AléatoireΔεν έμεινε πολύ. Λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα και θα φτάσω το τέλος. Λίγο ακόμα και θα σταματήσει να πονάει. Θα επουλωθούν οι πληγές, τα μαχαίρια δεν θα χαράζουν το δέρμα μου. Ο κόσμος θα μαυρίσει, ρίχνοντας τη μάσκα του. Σιωπή θα αντικαταστήσει τα γέλια...