Κεφάλαιο 17

23 2 0
                                    

Οι μήνες περνούσαν και με άφηναν πίσω τους ερωτευμένη. Οι στιγμές που ο Γιώργος έλειπε χωρίς να ξέρω πού ήταν, γινόντουσαν όλο και λιγότερες. Ο Κώστας και η Βάσω είχαν τελειώσει με τα του γάμου και αυτή την Κυριακή, είναι η μεγάλη μέρα. Φυσικά, κουμπάροι εγώ και ο Γιώργος. 

Πέμπτη και απόψε είπαμε να κάνουμε το bachelor. Τα παιδιά με τους φίλους τους και μεις με τις δικές μας. Καλέσαμε τα κορίτσια από το ΙΕΚ και φυσικά δέχτηκαν όλες. Από τη δουλειά, είχαμε άδεια όλη την εβδομάδα. Είχαμε πολύ καλούς εργοδότες. Μας εκτιμούσαν όσο εμείς εκείνους. Το πάρτι θα γίνει στο σπίτι της Βάσως. Προτιμήσαμε να μη βγούμε γιατί το στέκι το κατέλαβαν τα αγόρια μας και σκεφτήκαμε ότι πουθενά αλλού δε θα νιώθαμε άνετα. Μπαλόνια, κορδέλες, το στέμμα της νύφης και είμαστε έτοιμες. Τα κινητά ξεχασμένα στα δωμάτια (το είχαμε συμφωνήσει και με τα αγόρια), τα ποτά ανά χείρας και το γλέντι ξεκινούσε.

Η ώρα είχε περάσει και το σπίτι είχε ήδη αποκτήσει ζωή. Η Εύα, η Μαίρη και οι γονείς της Βάσως είχαν βγει, επίσης, και έτσι η βραδιά μπορούσε να ξεφύγει όσο θέλαμε. 

Πήγε 2:00 και τα κορίτσια είχαν αρχίσει να ρίχνουν μερικά βλέμματα φωτιάς πάνω μου. Η Κατερίνα δεν άντεξε και με ρώτησε ξεκάθαρα για τον στρίπερ. "Που είναι παιδάκι μου ο στρίπερ; Πήγε 2!". Άντε να τους πεις τώρα πως η νύφη με απείλησε πως θα μου έκοβε τα πόδια αν κανόνιζα κάτι τέτοιο. Πίνω μια γουλιά και εξηγώ. Βουή από τσιρίδες απογοητευμένων γυναικών (πολλές από αυτές ήταν ελεύθερες και ίσως οι καημένες περίμεναν να ξεχαρμανιάσουν απόψε) και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους, αφού δεν είχαν τίποτα να περιμένουν. Αρχίσαμε και μεις να τακτοποιούμε το σπίτι, να μαζεύουμε τις χαρτοπετσέτες που είχαμε πετάξει σαν χόρευε η νύφη και εγώ και να πλένουμε τα ποτήρια. Όταν θα επέστρεφε η Μαρίνα και ο Πάνος, το σπίτι θα ήταν όπως το άφησαν.

Αφού τελειώσαμε, μείναμε στον καναπέ για ένα ακόμη ποτήρι βότκα. Με κοιτούσε και ένιωθα πως κάτι ήθελε να μου πει. Πότε κατέβαζε το κεφάλι της και πότε με κοίταζε έτοιμη να το ξεφουρνίσει.
Ε: Τι έχεις αδερφούλα μου;
Β: Φοβάμαι.
Ε: Τι;
Β: Αυτό που πάω να κάνω. Εμένα. Μήπως είναι νωρίς; Μήπως κάνω λάθος; Αν δε με αγαπάει στα αλήθεια και το μετανιώσει και με αφήσει στα σκαλιά της εκκλησίας;
Το μόνο που μπόρεσα να κάνω εκείνη τη στιγμή, ήταν να γελάσω. Να γελάσω τόσο πολύ, που γλίστρησα από τον καναπέ και απλά κοπανιόμουν σαν φώκια. 
Ε: Να 'σαι καλά, αγάπη μου, με έκανες και γέλασα. Πάμε για ύπνο τώρα και μην τολμήσεις ποτέ ξανά να αμφισβητήσεις τον κουμπάρο.

Πήγαμε στο δωμάτιό της και αφού κάναμε και οι δυο μπάνιο για να φύγει η κρεπάλη από πάνω μας, κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Για πολλά δεν ήμουν σίγουρη στη ζωή μου. Ένα από αυτά, όμως, δεν ήταν η αγάπη του Κώστα για τη Βάσω. Δε θα την πονούσε ποτέ. Ήταν η γυναίκα της ζωής του και το εννοούσε.

Στο μεταξύ, στο μπαρ.

Γ: Άλλη μια φορά και τελείωσα, φίλε.
Κ: Αδερφέ μου, σε παρακαλώ. Άφησέ το αυτό το πράγμα. Δεν είναι ο τζόγος η λύση για να πάρεις πίσω την περιουσία σου. Μακάρι να με άκουγες τότε και να μην τα πουλούσες σε αυτόν τον αλήτη. Ήξερες πως είχα τα χρήματα να σε βοηθήσω.
Γ: Δεν μπορούσα και το ξέρεις. Πέρασες πολλά και συ με εμένα. Δούλευες μόνος σου για να τρέχω εγώ να γίνω καλά. Δε θα μπορούσα να σου πάρω και χρήματα από πάνω. Μόνο αυτή είναι η λύση. Ήδη έχω μαζέψει τα περισσότερα. Άλλη μια μέρα στο καζίνο και τελείωσα, στο ορκίζομαι.
Κ: Καλά. Αλλά μετά τον γάμο, σε παρακαλώ. 
Γ: Εννοείται, αδερφέ μου. Μια κανάτα σφηνάκια ακόμα για όλους, λοιπόν! Παντρεύω τον αδερφό μου. 
Κ: Θέλω χάρη. 
Γ: Πες το κι έγινε.
Κ: Θέλω να τη δω.
Γ: Αυτά τα συμφωνήσαμε. Έλα ρε μαλάκα. Ήδη έχουμε ξεφτιλιστεί με αυτόν τον έρωτα. Κρατήσου μια βραδιά. Εγώ δεν καίγομαι νομίζεις; 
Κ: Την αγαπάω ρε κουμπάρε. Μου λείπει κάθε δευτερόλεπτο.
Γ: Σήκω!

Πίσω στο σπίτι της Βάσως.

Πετραδάκια στο παράθυρο.
Β: Ακούς κάτι;
Ε: Κοιμήσου. Από τη ζάλη του ποτού είναι.
Β: Ξύπνα, μωρή. Κάτι ακούω.
Ε: Κάτσε γιατί και γω το ακούω. Πάω να δω τι είναι. Μην κουνηθείς από εδώ. 
Κατευθύνθηκα προς το παράθυρο με τη Βάσω πίσω από την πλάτη μου αφού δεν μπορούσε, φυσικά, να με αφήσει να πάω μόνη μου.
Β: "Νεκρές βρέθηκαν νύφη και κουμπάρα" θα γράφουν οι εφημερίδες αύριο.
Ε: Νεκρές από τον γαμπρό, να σημειωθεί. Ο Κώστας είναι ηλίθια. Πάρε τηλέφωνο και πες του να φύγει. Είπαμε δε θα τον δεις μέχρι τον γάμο.
Το κουταβίσιο βλέμμα της μου έλεγε πως μάλλον δε θα το έκανε και μάλλον θα κατέβαινε να τον δει.
Ε: Οκ, πήγαινε. 
Η Βάσω κατέβηκε κι έμεινα μόνη στο δωμάτιο. Σκεφτόμουν την κίνηση του Κώστα. Πόσο μεγάλος ήταν ο έρωτάς του που δεν άντεξε ένα βράδυ μακριά της. Ο Γιώργος, άραγε, να ένιωθε το ίδιο για μένα; Την απάντηση την έδωσε το μήνυμα που χτύπησε στο κινητό μου. "Εγώ θα περιμένω πολύ ακόμα;", έγραφε και πετάχτηκα στο παράθυρο να δω αν εννοούσε πως είναι και εκείνος κάτω. Κατέβηκα αστραπιαία και έπεσα με τέτοια δύναμη στην αγκαλιά του που τον έκανα να κάνει ένα βήμα πίσω για να σταθεί όρθιος ξανά. Για λίγα λεπτά δε μιλούσαμε. Μυρίζαμε ο ένας το άρωμα του άλλου σα να ήταν το οξυγόνο μας. Φιλούσα τον λαιμό του και ένιωθα πάνω μου τα ζεστα του χέρια να βάζουν φωτιά στο κορμί μου. 

Ήταν αυτά τα τέλεια λεπτά που χρειαζόμασταν και οι τέσσερις πριν πούμε καληνύχτα.


Το Μυστικό Που Σκότωσε Έναν ΈρωταWhere stories live. Discover now