Κεφάλαιο 7

25 5 0
                                    

"Ξύπνα, αγάπη μου, θα αργήσεις στη δουλειά".
Και το τελευταίο πράγμα που είχα ανάγκη ήταν να έρθει η Δευτέρα. Μπαίνει όπως κάθε μέρα στο δωμάτιο η Εύα, όμως, και με επαναφέρει στην πραγματικότητα που πάλευα χθες να ξεχάσω. Όλη την ημέρα χθες, απέφευγα τη Βάσω και νιώθω άσχημα να την αντιμετωπίσω σήμερα. Ελπίζω να καταλαβαίνει. Ξύπνησα, ντύθηκα και έφαγα σε ένα βουβό πρωινό. Σπάνιο για την Εύα αυτό αλλά δεν έχω σκοπό να σκαλίσω τίποτα.

Μπαίνω στο αυτοκίνητο και ασυναίσθητα παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ανάβω τη μηχανή και απλά οδηγώ προς στο σπίτι της Βάσως. Πηγαίναμε κάθε μέρα μαζί στη δουλειά και σα να μην έγινε τίποτα θα γινόταν το ίδιο και σήμερα. Τη βρήκα πάλι εκεί στη θέση της και η αλήθεια είναι πως ανακουφίστηκα. Και η μέρα κύλησε όπως οι προηγούμενες τα τελευταία δύο χρόνια...

2 εβδομάδες μετά...

"Θα είμαι έτοιμη ακριβώς στις 11 και ραντεβού κάτω από το σπίτι μου", της είπα και το χαμόγελό της έφτασε στα αυτιά. 
"Επιτέλους, κοριτσάκι μου. Έχεις να  βγεις δύο βδομάδες από το σπίτι. Πόσο χαιρ-"
"Μην το πεις", την διέκοψα λίγο πριν αρχίσει να μου βγάζει τον συναισθηματικό της κόσμο. 
"Βγες από το αμάξι, τράβα ξεκουράσου, φάε και το βράδυ θα περάσουμε τέλεια. Μόνο μην το πεις. Όχι ακόμα", συνέχισα πριν της δείξω το σπίτι της ώστε να καταλάβει πως ήρθε η ώρα να κατέβει. Γλυκό φιλί, και φεύγω για να πάω στο δικό μου επιτέλους.

Λίγες ώρες μετά...

Έτοιμη και με πολύ καλή διάθεση. Η αλήθεια είναι πως με όσα συνέβησαν κλείστηκα δύο εβδομάδες σπίτι, χωρίς να το καταλάβω. Και εκείνη, τίποτα δεν έλεγε, για να μη με πιέσει. Ήθελα τον χρόνο μου να το διαχειριστώ και να το χωνέψω. Γύρναγε κι εκείνος ο εφιάλτης με την μαμά μου που και που, και τα βράδια ήταν δύσκολα.
Ήταν άρρωστος κι εγώ τον μισούσα. Γιατί ήθελε να γίνει έτσι δεν κατάλαβα και θέλω να το μάθω αλλά όχι ακόμα. Γιατί δε μου εξήγησε; Τώρα που γύρισε τι; Τώρα τι πρέπει να κάνω; Τι έχει σκοπό εκείνος να κάνει; Ο Κώστας φαίνεται να είναι ευτυχισμένος που είναι αυτός καλά. Εγώ; Δεν ξέρω πως νιώθω. Όχι δε θα ήθελα να μάθω πως έχει χαθεί αλλά και τώρα που γύρισε τι πρέπει να νιώσω...

"Αγάπη μου" διακόπτει τις σκέψεις μου η φωνή της Εύας.
"Εγώ φεύγω. Μη ξεχάσεις τα κλειδιά σου. Θα σε δω το μεσημέρι που θα επιστρέψω. Σε αγαπώ πολύ."
"Έγινε μαμά. Καληνύχτα."
Πάλι θα ξενοκοιμηθεί η Εύα. Μωρέ λες να παίζει γκομενάκι και να μην έχω πάρει χαμπάρι. Αρκεί μονάχα να είναι ευτυχισμένη. Έμεινε χήρα στα 30 της κι έκτοτε δεν την έχω δει με άντρα. 5 χρονών ήμουν όταν τον χάσαμε και ξέρω πόσο θρήνησε και πόσο παιδεύτηκε για μένα αλλά και για να σταθεί στα πόδια της. Αύριο θα πέσει ανάκριση να δω που έχει μπλέξει.
Βγαίνω προς τα έξω καθώς ακούω το αυτοκίνητο του Κώστα και ο τρελός αρχίζει να κορνάρει λες και ήρθε να πάρει τη νύφη.
"Ρε κουμπάρα, τι μανάρι είσαι σήμερα;" λέει και ο θαυμασμός φαίνεται στο πρόσωπό του καθαρά.
"Σκάσε κουμπάρε μη σε πατήσει η άλλη με το τακούνι στην κοιλιά", λέω και μπαίνω αμέσως στο πίσω κάθισμα. 

Πράγματι, όμως, σήμερα ένιωθα έτσι κι εγώ. Είχε ανέβει η διάθεσή μου κι ίσως αυτό έφταιγε. 
Στο γνωστό μας στέκι ξανά και τα γέλια έδιναν κι έπαιρναν. Σάββατο απόψε και το μαγαζί ήταν γεμάτο αλλά ο φίλος μας, μας έδινε πάντα την ίδια προσοχή. Είχαμε το τραπεζάκι μας, το ποτάκι μας, και τσουπ μια κανάτα σφηνάκια. Κοιταζόμαστε όλο απορία μέχρι που σηκώνουμε το κεφάλι και τον βλέπουμε. Η Βάσω με πλησιάζει και μου κρατά το χέρι την ίδια στιγμή που ο Κώστας με κοιτά γεμάτος αγωνία. 
"Το ήξερες" του λέω και νομίζω μέχρι να τον δω να κατεβάζει το κεφάλι, ήλπιζα πως θα ακούσω από τα χείλη του το όχι.
"Εγώ φιλενάδα στο ορκίζομαι δεν το ήξερα" μου λέει η Βάσω και της χαϊδεύω το χέρι για να ηρεμήσει.
"Και τώρα τι Κώστα; Θα κάτσουμε να τα πιούμε σαν μια ωραία παρέα; Θέλετε μήπως να θυμηθούμε τα παλιά; Έλα Γιώργο κάτσε να μας πεις πως ήταν όταν έφευγες αφηνόντάς με πίσω να σε μισώ και να θέλω να πεθάνω", λέω και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου δίχως να καταλαβαίνω που βρίσκομαι.
Το μόνο που νιώθω είναι τη Βάσω να προσπαθεί να μαζέψει τα πράγματά μου και να με βγάλει έξω να πάρω αέρα. Νιώθω το δροσερό αεράκι στην είσοδο και νομίζω τότε ανάσανα ξανά. Στο αυτί μου οι φωνές της Βάσως στον Κώστα και ανάθεμά με που βρήκα τη δύναμη και σηκώθηκα από το πεζούλι που με είχε αφήσει η Βάσω και τους είπα πως θέλω να μπούμε μέσα ξανά. 
"Τι με κοιτάτε έτσι; Κάποια στιγμή θα γινόταν. Θα τον συναντούσα , δε θα τον συναντούσα; Τι σήμερα, τι αύριο; Είμαι καλά. Πάμε μεσα", είπα και σκούπισα το πρόσωπο μου. Βεβαιώθηκα πως είμαι οκ κοιτάζοντας ένα καθρέφτη αυτοκινήτου και μπήκα πάλι στο μαγαζί κι έκατσα στη θέση μου.

Τον βρήκα εκεί, να κάθεται απέναντί μου. Θεέ μου, ήταν τόσο όμορφος. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Και, ευτυχώς, έδειχνε πολύ δυνατός. Δεν ξέρω γιατί μπήκα ξανά στο μαγαζί. Δεν ήθελα να του μιλήσω. Νομίζω ήθελα να τον κοιτάξω. Όταν τον είδα με την κανάτα στο χέρι και είδα το βλέμμα του, για δευτερόλεπτα θυμήθηκα όσες φορές με είχε κρατήσει στην αγκαλιά του. Δυο χρόνια πάλευα να τα βγάλω όλα από το μυαλό μου και ένα βλέμμα με έκανε να τα ζήσω μεμιάς. Τον αισθάνομαι απέναντί μου και θέλω μόνο να κλάψω στην αγκαλιά του. Θέλω να του πω ευχαριστώ που είναι ζωντανός αλλά και να τον χτυπήσω που σκέφτηκε να πεθάνει. Δεν έπρεπε να πεθάνει. Δεν του επιτρέπω να πεθάνει. Αλλά κάπου εκεί ανάμεσα σε αυτές τις σκέψεις, έρχεται η πραγματικότητα και με ξυπνάει. Αυτός ο άνθρωπος μου είπε ψέμματα. Έφυγε και με άφησε χωρίς καμία εξήγηση κι αν δε γυρνούσε πίσω ίσως δε μάθαινα την αλήθεια ποτέ. Γιατί μπήκα ξανά στο μαγαζί; Πως θα περάσει αυτή η βραδιά; 

"Αυτό το σφηνάκι να το πιούμε στην υγειά του Γιώργου. Χαιρόμαστε όλοι που είσαι καλά κι ευχόμαστε να μην αντιμετωπίσεις ξανά κανένα τόσο σοβαρό πρόβλημα" είπα και μα τον Θεό ένιωθα τη Βάσω να με κοιτά σαν εξωγήινο. Που τη βρήκα Παναγία μου τέτοια δύναμη να το πω αυτό; Ο Κώστας χαμογέλασε κι ο Γιώργος απλά με κοίταξε κατεβάζοντας το κεφάλι.
Αυτή η βραδιά θα είναι μεγάλη. Ποιος ξέρει τι άλλο θα κάνω. Μήπως να φύγω;





Το Μυστικό Που Σκότωσε Έναν ΈρωταDonde viven las historias. Descúbrelo ahora