Κεφάλαιο 11

38 4 0
                                    

"...και τέλος".
"Τι λες ρε μαλάκα; Καλά, ο τύπος έχει σοβαρό θέμα αν πιστεύει πως μετά από αυτά τα 2 χρόνια που μόνο εμείς ξέρουμε πως πέρασαν, θα θες πάλι να είσαι μαζί του. Αν είναι δυνατόν, δηλαδή. Ρε κοίτα έναν μαλάκα, ρε", έλεγε η Βάσω όσο τριγυρνούσε μέσα στο δωμάτιο χωρίς να με κοιτάει καν, σαν να παραμιλούσε. Εν τω μεταξύ, η Εύα, δε φάνηκε καθόλου όσο είμαστε στο δωμάτιο και έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται πως και δε θέλησε να μάθει την έκβαση των πραγμάτων.
"Ηρέμησε λίγο γιατί όπως καταλαβαίνεις κι εγώ την ίδια σύγχυση περνάω. Καλά, η μάνα μου που είναι; Εύα" είπα το όνομα της πολύ φωναχτά αλλά κακώς, μιας και τη βλέπω να ανοίγει με μιας την πόρτα. 
"Καλά βρε πονηρογυναίκα, κρυφάκουγες;", της είπα κι ένα γέλιο μου ξέφυγε.
"Συγνώμη αγάπη μου αλλά από την αγωνία μου κι εγώ. Δεν μπορούσα να περιμένω να με φωνάξεις. Μη μου θυμώσεις."
"Ξέρεις, Εύα. Μπορούσες απλά να χτυπήσεις και να μπεις. Έτσι κι αλλιώς ήθελα να ξέρεις."
"Καλά μας τα είπες ρε Ελένη αλλά ένα πράγμα δε μας είπες ακόμη", είπε η Βάσω και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της.
"Γιατί έβαλες τα κλάματα και γιατί δεν τον έστειλες στο διάολο την ίδια στιγμή;", τελειώνει τη φράση της.
Ένιωσα τα βλέμματά τους καρφιά στο σώμα μου. Τώρα εγώ τι πρέπει να πω; Ποια είναι η αλήθεια μου, άραγε... 
"Λοιπόν. Ένα είπες δε σας είπα αλλά δύο με ρώτησες!" είπα σε μια προσπάθειά μου να σπάσω το σοβαρό τους ύφος αλλά ήταν μάταια. 
"Εντάξει, δεν ξέρω. Αυτό μου βγήκε κι αυτό έκανα. Μη με ρωτάτε τίποτα τώρα. Μόνο μην τον αφήσετε να με πλησιάσει."
"Καλά, κορούλα μου, ησύχασε. Θες να του πούμε εμείς να φύγει; Θες να του δώσουμε να καταλάβει ότι τελείωσαν όλα και δε μένει τίποτα εδώ για εκείνον;"
"Όχι.". Γούρλωσε τα μάτια της και τινάχτηκε σαν να την ξάφνιασε πολύ η απάντηση μου μα η Βάσω φάνηκε να κουνάει το κεφάλι της σα να 'λεγε μέσα της "το 'ξερα".
"Εννοώ, δεν υπάρχει λόγος. Θα το καταλάβει μόνος του. Αρκετές επαφές είχα μαζί του. Πάμε να φάμε τώρα γιατί με 'χει κόψει;", είπα και βγήκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από το δωμάτιο και κατέβηκα στην κουζίνα. Δε μίλησαν αλλά με παρακολουθούσαν να βάζω το φαγητό στα πιάτα και που και που έριχναν βλέμματα περίεργα μεταξύ τους. Ξέρω, είχαν καταλάβει πως ήμουν μπερδεμένη και δεν τους έλεγα όλα αυτά που σκεφτόμουν. 

Τις σκέψεις μου φοβόμουν κι εγώ να τις παραδεχτώ. Σε ποιον να πω πως τον αγαπούσα ακόμη; Ποιος θα άκουγε από το στόμα μου πως ήμουν έτοιμη ανά πάσα στιγμή να τον συγχωρήσω και δε θα με περνούσε γενεές δεκατέσσερις; Κι όχι, δεν αισθανόμουν όλο αυτόν τον καιρό έτσι. Από τη στιγμή που έμαθα την αλήθεια κι έπειτα... Στην αρχή τον μίσησα ακόμη περισσότερο. Προτιμούσα να μείνω στη σκέψη πως απλά με παράτησε, κι όχι πως είχε τόσο σοβαρό πρόβλημα. Τον μίσησα τότε γιατί αποφάσισε εκείνος για τη δική μου ζωή. Έφυγε για να είμαι εγώ καλά; Μα εγώ χωρίς εκείνον δεν ήμουν καλά. Μα καθώς πάλευα με αυτές τις σκέψεις, το πρώτο βράδυ που με επισκέφτηκε αυτός ο εφιάλτης, θυμήθηκα πόσο τον αγάπησα και δυστυχώς ακόμα τον αγαπώ. Ναι, αποφάσισε για μένα αλλά το έκανε επειδή με αγαπούσε... Δεν ξέρω τι σκέφτομαι, αλήθεια. Δεν ξέρω αν θα αντέχω να τον βλέπω συνέχεια. Υπάρχει όμως κάτι που ξέρω σίγουρα... Κανείς δε θέλει να με ξαναδεί μαζί του. Αν το καλοσκεφτώ, δεν έχουν άδικο. Έφυγε με ψέμματα, με πόνεσε και με σημάδεψε για μια ζωή και δεν τόλμησε ποτέ να μου πει την αλήθεια αυτοπροσώπως. Εκτός από σήμερα...
"Θα το ανακατεύεις πολύ ώρα το φαγητό; Υποτίθεται πεινούσες", λέει η Εύα και γέλασε συγχρόνως με την Βάσω. 
Τέρμα οι σκέψεις για σήμερα. Αρκετά.

Το Μυστικό Που Σκότωσε Έναν ΈρωταTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang