Του έλειπε! Του έλειπε πολύ!
Καθισμένος στο γραφείο του κοιτούσε τις εικόνες της κοινής τους ζωής που το μυαλό του πρόβαλλε μπροστά του!
Τα ταξίδια τους...... πόσο διασκέδαζαν!
Τις γιορτές που περνούσαν παρέα.....πόση αξία αποκτούσαν!
Τις καθημερινές ημέρες, με τις μικρές ιεροτελεστίες της ζωής τους που λάτρεψε γιατί έδιναν ζεστασιά στο σπιτικό τους!
Τις συνήθειές της! Μία μία τις έφερνε στο νου.
Δεν ήθελε συζητήσεις μόλις ξυπνούσε...κι εκείνος σιωπηλός της χάριζε τις πρώτες ώρες του πρωινού να αποξυπνήσει.
Ήταν αλλεργική στα λουλούδια κι όμως οι γλάστρες στο μπαλκόνι ήταν γεμάτες από άνθη που αγαπούσε εκείνος.
Η πολυθρόνα της...η πολυθρόνα του!
Έβλεπε τις ερωτικές τους στιγμές! Τι πάθος τους ένωνε. Τα σώματά τους ήταν, λες, σμιλεμένα από τον ίδιο γλύπτη.
Όλη την ημέρα σαν μηχανή δούλευε και το βράδυ, ω το περίμενε με λαχατάρα.
Γύριζε στο σπιτικό τους που όλα ήταν όπως τα άφησε εκείνη. Όπως τα είχε τακτοποιήσει. Ακόμη και τα πιάτα άπλυτα, όπως έμειναν το βράδυ που την πήρε το ασθενοφόρο. Κι όταν ήλθε το τέλος...ούτε να το πιστέψει μπορούσε.
Και την κράτησε εκεί. Μέσα του. Στο σπιτικό τους. Η καρδιά του έπαυε να ματώνει όταν την έβλεπε κάθε βράδυ να κάθεται στην πολυθρόνα της, να διαβάζει το βιβλίο της, όσο εκείνος παρακολουθούσε τους αγώνες.
-Σου έπλυνα τα πιάτα, της είπε πριν λίγο. Για να μην βρέχεις τα χεράκια σου.
Άπλωνε το χέρι και τη χάιδευε. Την ένοιωθε στην παγωμένη του παλάμη, τον ζέσταινε, τον φιλούσε και το ένοιωθε.
Μόνο στο γραφείο του έμενε μόνος για να κάνει το τσιγάρο του, που εκείνη δεν το ήθελε στο σπίτι. Μόνον ο χώρος αυτός υπήρξε το άβατό του. Εκεί δεν υπήρχε ούτε το άρωμά της.
Του έλειπε και εκείνην την ώρα. Το τσιγάρο ξεχάστηκε στα χείλη και οι ώρες στο νοσοκομείο περνούσαν μπροστά από τα μάτια του.Τι εφιάλτης κι αυτός! Όχι δεν θα την άφηνε να φύγει.
Γρήγορα γύρισε στο σαλόνι...
Εκεί παρέα της γελούσε με τις προσπάθειές της να μην τον αφήσει να την φιλήσει γιατί μύριζε τσιγάρο
-Πού θα πάει; Θα σε κάνω να το κόψεις, του είπε γελώντας
-Πού θα πάει; Θα σε κάνω να σ'αρέσει η μυρωδιά του τσιγάρου, της ανταπάντησε φιλώντας την
Έβαλε μουσική...
-Έλα να χορέψουμε. Την πήρε από το χέρι και χόρευε μαζί της στο σαλόνι. Οι φιγούρες τους ήταν μοναδικές, όλοι το έλεγαν ότι χόρευαν τέλεια.
Άκουσε χτυπήματα στην πόρτα του. Αλαφιάστηκε.
Χαμήλωσε τη μουσική, της έδωσε πεταχτά ένα φιλί και πήγε να ανοίξει. Ο αδελφός του ήταν στην πόρτα.
Τον προσκάλεσε μέσα
-Όχι μην κάθεσαι εκεί, δεν την βλέπεις που κάθεται; του είπε.
Κοίταξε εκείνος την κενή πολυθρόνα.
-Κανείς δεν είναι Ίαν του είπε
-Είναι αυτή που θέλω εγώ να είναι...και με κάνει ευτυχισμένο.
-Ας την να φύγει , πρέπει...
- Όχι δεν θα τη διώξω γιατί αν φύγει με πονάει πολύ η απουσία της. Τόσο πολύ που κόβεται η ανάσα μου, που κομματιάζεται η καρδιά μου...
Και δεν αντέχω τον πόνο
Δέξου το ή φύγε!
............................................................
Πήρε μέρος στη Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #2
YOU ARE READING
Μικρά Τιτιβίσματα
Short StoryΔιηγήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος με σοβαρότητα ή χιούμορ και με περιορισμό λέξεων που έλαβαν μέρος σε διαδικτυακά δρώμενα.