Η Αντι-555

14 5 48
                                    


Ήταν η ώρα για το αγαπημένο της σήριαλ. Πήρε θέση στον καναπέ, πήρε και τα σνακ της αλλά και ένα ποτήρι λευκό κρασί να τα συνοδεύει και συντόνισε την τηλεόραση στο κανάλι του σήριαλ. Ψυχοφθόρα η σημερινή ημέρα στη δουλειά, είχε ανάγκη ξεκούρασης του νου.Διαφημίσεις...χμ τις βαριόταν αφάνταστα. Εκεί που περίμενε στωικά την έναρξη του σήριαλ, ακούει ένα θόρυβο, ένα κλικ και ... τα πάντα σκοτείνιασαν. Τα φώτα έσβησαν. Ρεύμα δεν είχε πλέον. Σηκώθηκε ξαφνιασμένη, ο γενικός διακόπτης ήταν στη θέση του, το ρελέ επίσης.

 Άρχισε να βρίζει ενώ περπατούσε προσεκτικά σαν τυφλή και βγήκε στο μπαλκόνι. Έξω σκοτάδι κι εκεί. Περασμένες δέκα το βράδυ και οι λάμπες του δήμου σβηστές. Τα φανάρια ελέγχου της κυκλοφορίας επίσης. Γενική συσκότιση.Μπήκε στο σπίτι και άναψε το φακό του κινητού της. Να βρει ένα κερί, να έχει ένα υποτυπώδες φως για να μην ξεμείνει και από μπαταρία. Ψάχνοντας το άκουσε. Ένα τρίξιμο στην αρχή, ένα δεύτερο αμέσως, σαν κάτι να σχιζόταν. Σαν ένα χαρτί σκληρό που κόβεται... Κοίταξε τριγύρω.Άκουγε μόνο το κράτσ του σκισίματος να σπάει τη σιωπή απειλητικά. Σκοτάδι πυκνό. Το κινητό είχε σβήσει και δεν λειτουργούσε πια. Είχε και μια συννεφιά απόψε. Ούτε το φεγγάρι δεν φώτιζε τον κόσμο λίγο. Έκανε μερικά βήματα ψηλαφώντας τριγύρω. Και τότε το είδε.

 Ένα μεγάλο άνοιγμα στο πάτωμα. Παραλίγο να πέσει μέσα. Σαν κάποιος να είχε σχίσει τις σανίδες. Σαν να ήταν οι σανίδες από χαρτί. Έτσι ακριβώς είχε σχιστεί το ξύλο. Πήγε στην άκρη. Κοίταξε μέσα...Στο βάθος ένα αχνό φως τρεμόπαιζε, αλλά τι; Δεν μπορούσε να διακρίνει.Κούνησε το κεφάλι τρομαγμένη. Πισωπάτησε. Δεν συμβαίνουν αυτά, τι γίνεται τώρα; Πήγε προς την πόρτα. Να φύγει, να βγει έξω αυτή ήταν η πρώτη της σκέψη. Τα κλειδιά, πού είναι τα κλειδιά; Προσπάθησε να ανοίξει , ήταν κλειδωμένη και τα κλειδιά άφαντα. Ψηλαφιστά έφτασε την τσάντα της.  Ούτε εκεί τα κλειδιά.  Μα τα είχε στην πόρτα.  Τι γίνεται απόψε;   Ήταν εγκλωβισμένη στο ίδιο της το σπίτι με μια τρύπα τεράστια στο πάτωμα. Διαφυγή από πουθενά. Η ανάσα της έγινε γρήγορη. 

'' Πάει τρελάθηκα τελείως'' είπε φωναχτά η Εύα.  Γονάτισε και άρχισε να ψηλαφίζει το άνοιγμα. Ναι ήταν αληθινό το χάσμα κάτω από τα πόδια της. Και ένας κρύος αέρας που ερχόταν από κάτω, της πάγωνε τα σωθικά. Σηκώθηκε. Πισωπάτησε. Ακούμπησε στον τοίχο πίσω από την τραπεζαρία. Λύγισε το σώμα της και έκατσε στα πόδια της. Με τα χέρια της αγκάλιασε το κορμί της. Τα μάτια της εστίασαν εκεί στο ημίφως του ανοίγματος . Έχασκε καθαρά αν και χωρίς ρεύμα, έβλεπες το άνοιγμα του παρκέ. Έβλεπες αχνά το φως του να σπάει το μαύρο σκοτάδι.  

Μικρά ΤιτιβίσματαWhere stories live. Discover now