21. Πόλεμος: Η Αρχή

49 15 64
                                    

Η νύχτα ήταν άγρια και ψυχρή. Κανένας στο Βασίλειο του Νότου δεν κοιμήθηκε από την αγωνία και το άγχος των προετοιμασιών. Η Ελένη συγκέντρωσε όσους περισσότερους ιππότες μπορούσε, αν και πολλοί από τους οποίους δεν είχαν άλογα. Τους έστειλε να προπονηθούν μαζί με τα υπόλοιπα στρατεύματα, με τον Στρατηγό Μαρίνο. Πήγε από την Ταβέρνα να δει πώς τα πήγαινε ο Κυριάκος και αν εμφανίστηκε η Ναταλία.

Ο Κυριάκος ήταν ένας από τους ελάχιστους άντρες που δεν είχαν μάθει ποτέ να πολεμούν και για αυτό δεν μπορούσε να καταταγεί σε κανένα στράτευμα. Τον βρήκε να πίνει μόνος του στο γωνιακό τραπέζι, ενώ η υπόλοιπη Ταβέρνα ήταν άδεια. Της έλειπε η μουσική της Ναταλίας και γενικά η ζωντάνια που επικρατούσε εκεί τις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Πλησίασε στο τραπέζι και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.

«Δεν γύρισε, ε;» ρώτησε.

«Όχι. Και ούτε πρόκειται.» απάντησε ο Κυριάκος. «Προλαβαίνεις να πιεις ένα ποτηράκι μαζί μου;»

«Νομίζω πως ναι.»

Η Ελένη κάθισε κι ο Κυριάκος της σέρβιρε κρασί.

«Το είχα καταλάβει απ' την αρχή.» είπε σαν να μονολογούσε σχεδόν.

«Ποιο πράγμα;»

«Ότι συνέβη κάτι μεταξύ του Δράκου και της Ναταλίας. Τα λόγια που της είχα πει ήταν προφητικά: φοβάμαι μην σε ερωτευθεί και σε κλέψει από εμένα. Βέβαια τότε γελάσαμε, όμως να που τώρα αυτό έγινε.»

Η Ελένη ξαφνιάστηκε:

«Για μια στιγμή... Θες να πεις ότι ερωτεύτηκαν;»

«Ναι. Όπως σου είπα και το πρωί, η Ναταλία ήθελε να τον ημερεύσει και του έγραψε ένα ποίημα. Μάλιστα τότε ήταν που έκαψε και τα χέρια της, στην προσπάθεια της να δοκιμάσει ένα πυρίμαχο φίλτρο που της είχε φτιάξει ο Γιλβέρτος. Μια νύχτα πήγε στη σπηλιά του και την επόμενη το πρωί, ο Δράκος ήρθε εδώ με ανθρώπινη μορφή και τον γνώρισα κι εγώ. Νιρέξη τον λένε, καταραμένος να είναι... Μαγεύτηκα τόσο από τη λάμψη και την ομορφιά του, που δεν μπόρεσα να τους αρνηθώ να πάνε μια βόλτα στο δάσος... Όταν γύρισε, είδα με έκπληξη ότι τα χέρια της δεν ήταν πια καμένα, ενώ η Γιατρός είχε πει ότι θα έκαναν εβδομάδες να γιατρευτούν. Ήταν χαρούμενη και μου είπε ότι ο Νιρέξης θεράπευσε τα εγκαύματα της. Την επόμενη μέρα έφυγε πάλι, το ίδιο και τη μεθεπόμενη και πάει λέγοντας. Είχε περάσει μια εβδομάδα και κάθε μέρα η Ναταλία έλειπε πολλές ώρες. Ήμουν σίγουρος ότι συναντούσε εκείνον, όμως δεν μπορούσα να νιώσω ζήλια. Άλλωστε του χρωστούσα χάρη που θεράπευσε τα χέρια της και ήταν χαρούμενη ξανά. Ώσπου ξαφνικά σταμάτησε να φεύγει, σταμάτησε να συναντιέται μαζί του. Κατάλαβα ότι κάτι κακό συνέβη μεταξύ τους και τότε ήταν που άρχισαν να μου μπαίνουν υποψίες, γιατί ήταν πολύ μελαγχολική και περίεργη. Ώσπου ένα απόγευμα, ο Νιρέξης ήρθε στην Ταβέρνα ξανά. Την παρακολουθούσε σαν μαγεμένος καθώς έπαιζε λαούτο και τραγουδούσε, και όταν αργότερα συζήτησαν μεταξύ τους τα βλέμματα τους ήταν πολύ έντονα. Ήταν η πρώτη φορά που ζήλεψα τόσο, όμως τότε εκείνος με κοίταξε στα μάτια και ένιωσα ένα δέος, και δεν μπορούσα να αντιδράσω άλλο λες κι είχα μαγευτεί κι εγώ. Έφυγαν πάλι για να πάνε στο δάσος και εγώ σαν χαζός τους άφησα. Ο Νιρέξης μου είπε πως έφευγε και ήθελε να την αποχαιρετήσει. Η Ναταλία γύρισε νύχτα και από τότε έγινε ακόμα πιο περίεργη και απόμακρη από μένα. Τις επόμενες νύχτες υπήρξαν φορές που ήθελα να προσπαθήσουμε να κάνουμε παιδί, όμως εκείνη δεν με άφησε να την αγγίξω. Την αγαπούσα όμως, γι' αυτό δεν μίλησα. Πίστεψα ότι ήταν κάτι περαστικό και θα της περνούσε. Και για μια περίοδο, από ότι φαίνεται όντως τον ξέχασε. Μέχρι χθες το βράδυ, που έφυγε μαζί του.»

Μεσαίωνας στα Πέντε Βασίλεια #SSBC24Where stories live. Discover now