32. Ο Τολμών Νικά

63 14 46
                                    

Οι Νόβοι όντως έφυγαν για την Πόλη την επομένη και η Τασία ανάγκασε τον Λέανδρο να της πει τι πήγε να κάνει στην Ελένη. Εκείνος ενέδωσε στις πιέσεις της και της τα ομολόγησε όλα. Η γυναίκα θύμωσε τόσο, που του ζήτησε διαζύγιο (ναι, υπήρχε ένα είδος διαζυγίου και στον Μεσαίωνα!) και έμεινε ο καθένας στο σπίτι των γονιών του. Η Άννα Μαρία έγινε έξαλλη μόλις έμαθε τα κατορθώματα του γιου της και λίγο έλειψε να τον πετάξει στο δρόμο.

«Πώς τόλμησες να σπιλώσεις το όνομα Νόβας και να προδώσεις τη χρόνια φιλία μας με τους γονείς της;!» του φώναξε. «Θα πας αύριο κιόλας να της ζητήσεις συγνώμη, αλλιώς δεν θα ξαναμπείς σε αυτό το σπίτι.»

«Μα ζήτησα ήδη...»

«Θα πας να ξαναγίνεις φίλος μαζί της! Κι αν τα καταφέρεις, εγώ και ο πατέρας σου θα κάνουμε ενέργειες να σας παντρέψουμε, όταν βγει το διαζύγιο σου με την Τασία.» του είπε για να τον δελεάσει.

Όμως ο Λέανδρος δελεάστηκε τόσο πολύ με την ιδέα να γίνει γυναίκα του η Ελένη, που για μια ακόμα φορά τα άγρια ένστικτα του βγήκαν στη φόρα. Δεν σκεφτόταν κανέναν και τίποτα καθώς έφευγε απ' την Πόλη για να πάει στον Λόφο του Παλατιού. Δεν φοβόταν ούτε τον Κατάσκοπο που είχε πάρει το ρόλο του μεγάλου αδελφού της! Έτσι κι αλλιώς, η Ελένη του θα τον έσωζε πάλι με την καλοσύνη και την ιπποτική ευγένεια της.

Τις τελευταίες ημέρες η Ελένη είχε ηρεμήσει και επανέλθει στη φυσιολογική ζωή και στα καθήκοντα της ως ιππότης και μητέρα, αν και πολλές φορές σκεφτόταν τι θα γινόταν αν ο Μάρκος ζούσε και ήταν ακόμα στο πλευρό της. Ίσως τίποτα από όλα αυτά να μην είχε συμβεί. Γιατί μπορεί ο Δανιήλ να ήταν κάτι παραπάνω από φύλακας άγγελος της, όμως ζούσαν στις δυο αντίθετες μεριές του Παλατιού και είχε και μια οικογένεια, δεν μπορούσε να βρίσκεται συνέχεια κοντά της. Και ο Γιλβέρτος; Ο καλός και αθώος Γιλβέρτος... Ακόμα δεν του είχε ζητήσει συγνώμη για τα σκληρά λόγια που του είπε.

Αυτός ο γλυκός κι αστείος μάγος δεν θύμιζε σε τίποτα τον Σταύρο πέρα από το επάγγελμα. Όμως ο Σταύρος της φαινόταν τώρα πια σαν κάτι πολύ μακρινό. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να πάει την επόμενη κιόλας μέρα να ζητήσει τη συγχώρεση του Γιλβέρτου και ετοιμάστηκε για ύπνο, αφού είπε πρώτα ένα παραμύθι στον Φώτη κι ο μικρός κοιμήθηκε σαν αγγελούδι. Τότε χτύπησε η πόρτα.

«Ποιος να 'ναι τέτοια ώρα;» μονολόγησε και πήγε προς τα εκεί.

Σκέφτηκε να πάρει το σπαθί μαζί, όμως δεν μπορούσε να ζει με το φόβο. Άλλωστε ήταν νωρίς ακόμα. Μια φωνή να έβαζε, θα κατέβαιναν απ' όλο το Κάστρο όλοι οι φρουροί και οι ιππότες. Μόλις όμως άνοιξε και τον είδε, τίποτα από όλα αυτά δεν κατάφερε να σκεφτεί.

Μεσαίωνας στα Πέντε Βασίλεια #SSBC24Where stories live. Discover now