34. Επίλογος: Πέντε Περίπου Χρόνια Μετά

53 10 21
                                    

Η Ναταλία είχε καταλάβει εδώ και καιρό ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει με τον Αλέξιο για τη Χώρα των Δράκων. Ο γιος της ήξερε ήδη τα πάντα σχετικά με τον πατέρα του και την Προφητεία και ήταν έτοιμος να εκπληρώσει τα τελευταία βήματα της. Τη νύχτα των εικοστών γενεθλίων του, όταν έδυε ο ήλιος, θα μεταμορφωνόταν σε δράκο και η στιγμή που θα έφευγαν για πάντα θα ερχόταν.

Εκείνη την ημέρα, η Ναταλία διοργάνωσε ένα αποχαιρετιστήριο γλέντι στην Ταβέρνα, λέγοντας σε όλους πως θα έφευγε για πάντα και δεν θα ξαναγυρνούσε. Κάποιοι ήξεραν τον πραγματικό λόγο, κάποιοι άλλοι όχι. Ο Μπάρμαν Κέστερος θα αναλάμβανε την Ταβέρνα από εδώ και πέρα, καθώς τόσα χρόνια η Ναταλία τον προετοίμαζε για αυτό το σκοπό. Το γλέντι διήρκεσε όλη μέρα και ήταν εκεί όλοι οι φίλοι της, ο Γιλβέρτος με την Ελένη και τα παιδιά τους, η Πατρίσια, ο Δανιήλ με τη Μεγκάνα και τα δικά τους παιδιά... Μόνο η Ουρανία δεν μπόρεσε να πάει, επειδή είχε δουλειές στην Εκκλησία, όμως η Ναταλία την είχε ήδη επισκεφθεί και αποχαιρετήσει την προηγούμενη μέρα. Το ίδιο και ο Βασιλιάς Δαμιανός, που είχε πάει μαζί με τη Βασίλισσα Νατάσσα στο Μικρονήσι για κάποιες επαγγελματικές υποχρεώσεις.

Ειδικά η Ελένη, ο Γιλβέρτος και η Πατρίσια δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα τους με τίποτα όταν είπε το τελευταίο της τραγούδι.

Φεύγω λοιπόν φίλοι μου

Σας αποχαιρετώ

Για χώρα μακρινή κι ονειρεμένη... έλεγαν οι τελευταίοι στίχοι.

Οι πελάτες και οι φίλοι της ξέσπασαν σε χειροκροτήματα άκρως συγκινημένοι και η Ναταλία επίσης με δάκρυα στα μάτια έκανε υπόκλιση.

«Φίλοι μου!» ξεκίνησε να λέει όταν το χειροκρότημα κόπασε. «Ήρθα σε ετούτη τη χώρα πριν από περίπου είκοσι ένα χρόνια, με μονάχα ένα λαούτο και ένα ταλέντο αμφισβητήσιμο, μαζί με την καλή μου φίλη Ιππότη Ελένη από το Μικρό Βασίλειο. Ξεκίνησα αμέσως δουλειά στην Ταβέρνα και τότε δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω. Το μόνο που ήξερα ήταν πως λάτρευα τη μουσική, την ποίηση και γενικά τις τέχνες και ήθελα να ασχοληθώ με όλα. Στο Βασίλειο του Νότου, το οποίο έγινε η πατρίδα μου, έζησα κυριολεκτικά τα πάντα: έρωτα, πόνο, θάνατο... καθώς και τον πόλεμο που μας στιγμάτισε όλους. Αγάπησα τον Δράκο Νιρέξη και συμμετείχαμε μαζί στον πόλεμο, στον οποίο πολλοί δικοί μας αλλά και εχθροί πέθαναν από τις φλόγες του. Για πολύ καιρό αναρωτιόμουν αν ήταν σωστό αυτό. Μετά το θάνατο του, φοβόμουν να γυρίσω πίσω. Πίστευα πως θα με κατακρίνουν όλοι για όσα έκανα. Όλοι εσείς όμως, με αγκαλιάσατε και με δεχθήκατε πίσω με αγάπη, έτσι επέστρεψα σε όλα εκείνα που αγαπούσα, μόνο που ήρθε να προστεθεί και ένα ακόμα: η μητρότητα.»

Μεσαίωνας στα Πέντε Βασίλεια #SSBC24Donde viven las historias. Descúbrelo ahora