30. Τα Επακόλουθα του Πολέμου

76 14 50
                                    

Όταν έφυγε η Μεγκάνα με την Ερίνα κλαίγοντας σιωπηλά, η Πατρίσια εξέτασε τον Δανιήλ και διαπίστωσε πως δεν είχε πεθάνει ακόμα, απλά είχε βυθιστεί σε λήθαργο. Βρισκόταν κάπου ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο και ίσως να πάλευε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει.

«Δεν θέλω να σας δώσω ψεύτικες ελπίδες.» είπε στην Ελένη και στη Μεγκάνα. «Ο Δανιήλ ή θα ξυπνήσει και θα αρχίσει η ανάρρωση του, είτε απλά δεν θα ξυπνήσει ποτέ. Θέλω να προετοιμασθούμε για οτιδήποτε. Και λίγη προσευχή ίσως βοηθήσει, εδώ που τα λέμε.»

Οι άλλες δύο γυναίκες συμφώνησαν και πήγαν στον Πύργο του Γιλβέρτου για τσάι. Εκείνος μάταια έλεγε αστεία μήπως τους φτιάξει το κέφι. Η Ελένη είχε ντυθεί στα μαύρα, τα οποία θα τα κρατούσε για λίγο καιρό ως ένδειξη πένθους για το χαμό του Μάρκου, κι ας βρισκόταν εκείνος θαμμένος χιλιόμετρα μακριά. Η Μεγκάνα δεν ήθελε να πενθήσει ακόμα τον άντρα της.

«Σε όλους μας θα αφήσει μια ωραία ανάμνηση.» είπε κάποια στιγμή. «Εμένα με έμαθε να ζω και να αγαπάω, να είμαι ο εαυτός μου και να μην αφήνω ανόητους κανόνες και προκαταλήψεις να μου υπαγορεύουν πώς να ζήσω.»

«Μας έμαθε να παλεύουμε για αυτά που θεωρούμε ιδανικά.» συμπλήρωσε η Ελένη.

Το βράδυ ξαναπήγαν στην Κλινική και η Πατρίσια τους είπε συντετριμμένη ότι η κατάσταση του χειροτέρευσε. Η καρδιά του χτυπούσε όλο και πιο αργά και η αναπνοή του λιγόστευε.

«Δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Από στιγμή σε στιγμή περιμένουμε να φύγει. Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε. Δεν θα κερδίσετε τίποτα με το να μένετε εδώ.» τους είπε και κίνησαν ο καθένας για το σπίτι του.

Ο Δανιήλ βρισκόταν σε ένα καταπράσινο λιβάδι με δέντρα, λουλούδια και πουλιά που κελαηδούσαν. Ήταν ντυμένος στα λευκά και δεν πονούσε πια, ούτε ένιωθε να έχει καμιά πληγή στον κορμό του.

«Ώστε έτσι είναι ο θάνατος;» μονολόγησε. «Αρκετά... προβλέψιμος, θα έλεγα...» Ξάφνου, είδε να βγαίνει μέσα από τα δέντρα αντίκρυ του, μια γυναικεία μορφή. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα και είχε κατάξανθα, κυματιστά μαλλιά.

«Αποκλείεται... Σάρα;» ψέλλισε. Η γυναίκα πλησίασε και διαπίστωσε με χαρά ότι ήταν όντως η αδελφή του.

«Σάρα!» αναφώνησε. «Αγαπημένη μου αδελφούλα... Πόσο χαίρομαι που επιτέλους συναντιόμαστε... Περίμενα να πάω στην Κόλαση βέβαια με τόσα που έχω κάνει, όμως από ότι φαίνεται μεσολάβησες εσύ.» Και έτρεξε για να την αγκαλιάσει, όμως η Σάρα με μια κίνηση του χεριού της τον σταμάτησε. Υπήρχε κάτι σαν αόρατος τοίχος ανάμεσα τους, και ο Δανιήλ κατάλαβε πως αν περνούσε από αυτόν δεν θα υπήρχε γυρισμός.

Μεσαίωνας στα Πέντε Βασίλεια #SSBC24Where stories live. Discover now