Υπόθεση καφές.

39 2 1
                                    

''Στην κυρία Ιωάννου, που χάρις αυτήν γεννήθηκε η ιδέα αυτής της ιστορίας.''


  Ένα συνηθισμένο πρωί ξύπνησε σήμερα στην Αθήνα, με τον ήλιο να βρίσκεται πίσω από τα κτήρια. Άλλη μία Τετάρτη, χωρίς τίποτα διαφορετικό. Όχι για όλους όμως. Ήταν κάπου στο κέντρο της Αθήνας στο Παγκράτι σε ένα διαμέρισμα σε μια μικρή και ψηλή πολυκατοικία. Η ώρα έγραφε εφτά, για την ακρίβεια παρά δέκα και το ξυπνητήρι χτυπούσε. Ωστόσο, στο κρεβάτι δεν βρισκόταν κανείς, μα ούτε και σε όλο το ακατάστατο δωμάτιο. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε από το χολ ένα αγόρι, όχι πολύ ψηλό, φορώντας μπλε πιτζάμες και με την οδοντόβουρτσα στο στόμα.

Αφού κοίταξε καλά το ξυπνητήρι το έκλεισε και πήγε πάλι στο μπάνιο, όπου έφτυσε ότι είχε στο στόμα του και έβαλε σε ένα μικρό κυπελάκι που είχε και άλλα ψιλοπράγματα, όπως οδοντόκρεμες μία χτένα. Αφού έπλυνε την μούρη του και χτένισε τα ανακατεμένα του μαλλιά πήγε μέσα στο δωματιάκι. Ντύθηκε γρήγορα στο πόδι και τράβηξε την τσάντα του που ήταν πάνω στο γραφείο του.

Αφού κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά βγήκε έξω, ανοίγοντας με δυσκολία την παλιά πόρτα. Όταν βγήκε, είδε το ρολόι του και στάθηκε για λίγο ακίνητος. Τότε, έπεσε λίγο νερό μπροστά στην είσοδο από πάνω. Μόλις έπεσε όλο το νερό συνέχισε να περπατά μέχρι την καγκελόπορτα, που ήταν η πρώτη πόρτα για να μπεις στην πολυκατοικία. <<Καλημέρα!!>> ακούστηκε από πάνω από την πολυκατοικία. Μόλις το άκουσε γύρισε πίσω το πρόσωπο του, χωρίς να φαίνεται παραξενευμένος.

Ήταν μια κυρία, μεγάλη σε ηλικία με μία ρόμπα που φορούσε. Στα χέρια της κρατούσε ένα κουβά μεγάλο με σαπούνι δίπλα και έπλενε στο χέρι από ότι φαινόταν τα ρούχα της. Μπροστά της υπήρχε ένα σύρμα που είχε φτιάξει εκείνη και μερικά μανταλάκια πιασμένα πάνω σε αυτό. Ο νεαρός σήκωσε το χέρι του και την χαιρέτησε χωρίς να την κοιτάει καλά, με την κυρία να χαμογελάει.

Όσο περπατούσε ο ήλιος έκανε σιγά σιγά την εμφάνιση μέσα στους δρόμους. Ο ίδιος ωστόσο δεν κοιτούσε προς τον ίδιο αλλά ευθεία, ενώ από πάνω του υπήρχαν τα φώτα τα οποία είχαν κλείσει τώρα. Δεν υπήρχαν πολλά άτομα στον δρόμο, με τον ίδιο να περπατά με την τσάντα στην πλάτη και τα χέρια στις τσέπες, έχοντας ο δρόμος αριστερά και δεξιά παρκαρισμένα αυτοκίνητα, που με δυσκολία μπορούσες να δεις το πεζοδρόμιο αν ήσουν στο δρόμο.

Στο τέλος του πεζοδρομίου είδε μπροστά του, στεκώμενος σε μία πινακίδα του STOP, ένα συνομήλικο του. Είχε ξανθά μαλλιά και ήταν λίγο πιο ψηλός από τον ίδιο, έχοντας στον ώμο την τσάντα που. Μόλις εκείνος είδε ότι έρχεται σήκωσε το χέρι, μα ο ίδιος συνέχισε να περπατά. Μόλις είδε ότι τον προσπέρασε τότε έτρεξε εκνευρισμένος κοντά του και τον έπιασε από τον ώμο.

B.J.Onde histórias criam vida. Descubra agora