Ο Στέφαν βρισκόταν στο γραφείο του, με το βράδυ να είχε πέσει τώρα στην Ρώμη. Στο γραφείο του φαινόταν από έξω τα φώτα από την πόλη που έλαμπαν, κάνοντας την νύχτα μέρα βλέποντας από πάνω. Ο ίδιος καθόταν στην καρέκλα του και διάβαζε με προσοχή μερικά έγγραφα. Κάποια στιγμή όπως έγραφε είδε ότι του τελείωσε το μελάνι από το στυλό και άνοιξε το συρτάρι να πιάσει ένα άλλο. Μόλις το άνοιξε πήρε ένα άλλο, αλλά τότε έβγαλε και μία φωτογραφία, η οποία εξείχε κάτω από τα χαρτιά που βρισκόταν στο συρτάρι.
Ήταν μια μικρή φωτογραφία η οποία ήταν λίγο καφέ ανοιχτό, έχοντας λίγα σκισίματα από πίσω και όχι πολύ μεγάλη. Την έβγαλε και την έφερε μπροστά του, ενώ παράλληλα σηκώθηκε από το γραφείο του και κατευθύνθηκε προς ένα από τα παράθυρα, εκείνο που έδειχνε προς το Κολοσσαίο. Η φωτογραφία έδειχνε δύο άντρες μπροστά στο Κολοσσαίο, με λίγους περαστικούς να βρίσκονται από πίσω. Ο ένας ήταν αδιαμφισβήτητα ο Στέφαν, καθώς φαινόταν από τα μαζεμένα μαλλιά τα οποία είχε ο ένας από τους δύο. Ο άλλος ήταν άγνωστος για μας, γνωστός για τον ίδιο ωστόσο, καθώς μόλις στράφηκε το βλέμμα του προς αυτόν χαμογέλασε λίγο.
Και οι δύο άντρες ντυμένοι με καλά, μαύρα κουστούμια και άσπρη μπλούζα από μέσα, φορώντας παράλληλα μαύρα γυαλιά. Όμως, παρόλο το καλό τους ντύσιμο και οι δύο είχαν ένα χαμόγελο, πιάνοντας στον ώμο ο ένας τον άλλον και κοιτάζοντας την κάμερα. Κοίταξε και πάλι το Κολοσσαίο και στάθηκε για λίγο αμίλητος τότε. Σαν να του είχε έρθει στο μυαλό εκείνη η στιγμή από τότε που έβγαλε την φωτογραφία με τον συγκεκριμένο άντρα. Τα χαμόγελα και τα πειράγματα μεταξύ τους αλλά τίποτα άλλο. Τότε, ένα δάκρυ σαν να φάνηκε να κύλησε από το δεξί του μάτι από την ανάμνηση αυτής της στιγμής. Όχι όμως χαράς αλλά λύπης, το οποίο μόλις το κατάλαβε πήρε γρήγορα την πετσέτα την οποία είχε στην τσέπη από το κουστούμι του.
Πήρε μια ανάσα γρήγορα και σύνελθε εκείνη την στιγμή, έχοντας χαθεί λίγο από τις σκέψεις του. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε να χτυπά η πόρτα γρήγορα τρεις φορές και να μπαίνει μέσα ο μπράβος του ο Βόλντακ. Μόλις μπήκε μέσα στάθηκε στην είσοδο, κοιτάζοντας λίγο έκπληκτος το αφεντικό του που είχε σταθεί ακίνητος και κοιτούσε την πόλη. Τότε, ακούστηκε και το ρολόι της πόλης, το οποίο χτύπησε δώδεκα φορές.
-<<Τι συνέβη Βόλντακ?>> ρώτησε, στρέφοντας το βλέμμα του προς εκείνον.
-<<Κύριε... είναι η ώρα.>> είπε και έκανε νόημα με το κεφάλι του βγαίνοντας από το γραφείο. Ο Στέφαν είδε για μια ακόμη φορά το Κολοσσαίο και έβαλε την φωτογραφία στην τσέπη του, ακολουθώντας τώρα τον μπράβο του.
ESTÁS LEYENDO
B.J.
Misterio / SuspensoΠόσο περίεργη μπορεί να είναι η ζωή ενός δεκαοχτάχρονου μαθητή? Ο Τομ Τρίστε είναι ένας μαθητής ο οποίος ζει στο κόσμο της βαρετής καθημερινότητας για εκείνον, με μόνη απόδραση τα μαθηματικά. Ο χαρακτήρας του σοβαρός, λιγομίλητος και απόμακρος σε σχ...