Με το ίδιο σύστημα κύλισε άλλος ένας χρόνος. Ο Λάγιος παρακολουθούσε τις εφημερίδες που του έφερνε ο κυρ - Αλέξης.
Μια μέρα, αφού έδωσε την εφημερίδα στον Τρίστανο του, ο κυρ - Αλέξης είπε:
- Διάβασε εδώ. Κάτι είδα ότι τα αγόρια της ηλικίας σου περιοδεύουν, μα δεν είμαι σίγουρος.
- Στις 22 Ιουνίου περνάνε. Περιοδεύουν. Πρέπει να χτυπήσω ένα τηλέφωνο στη χωροφυλακή Βλάστης, ώστε όταν ειδοποιήσουν τα ονόματα των υποψήφιων να μη με απορρίψουν και με βγάλουν ανυπότακτο.
Την επόμενη μέρα ο νεαρός Λάγιος πήρε τηλέφωνο στη χωροφυλακή. Το σήκωσε ο υπαξιωματικός και είπε:
- Αστυνομία Βλάστης εδώ, υπαξιωματικός ακούει.
- Εδώ Λάγιος. Είδα στην εφημερίδα πως 22 Ιουνίου περνάει η κλάση μου, Μόλις θα έρθουν τα χαρτιά από την στρατολογία θα έρθω να πάρω το χαρτί και θα πάω να παρουσιαστώ εκεί που θα μου στείλουν. Να μην με περάσουν για ανυπότακτο...
Ο υπαξιωματικός γέλασε:
- Άντε επιτέλους, θα έρθεις να πάρεις το χαρτί και θα σε δούμε... Μας έκανες μερικά καψόνια με το τελευταίο, όταν ήρθες να χαιρετήσεις τον γέρο σου. Εκεί που είπαμε πως σε πιάσαμε σε χάσαμε σαν να ήσουν φάντασμα.
- Αν δεν ήμουνα αυτός που είμαι, δεν θα μπορούσα να επιβιώσω κυρ - αστυνόμε.
- Πάντως την ημέρα που θα έρθεις να πάρεις το χαρτί θα σε πιάσουμε σίγουρα, δε θα μας το γλιτώσεις αυτή την φορά. Μην το παίξεις φάντασμα πάλι!
Ο Λάγιος χαμογέλασε και είπε:
-Αυτό να το πεις όταν με πιάσεις, μέχρι τότε μεγάλες κουβέντες μη λες.
Στην Λάρισα, εκτός από την οικογένειά του, στον κύκλο του κανείς δεν ήξερε πως δεν ήταν βουβός. Οι μέρες περνούσαν κι ο Λάγιος ετοιμαζόταν για την ημέρα που θα περνούσε η περιοδεία και θα έπρεπε να πάει στην Πτολεμαΐδα να πάρει τα χαρτιά και να ξεφύγει.
Στις 22 Ιουνίου περιποιήθηκε τον εαυτό του, έκανε ένα ωραίο ντύσιμο κυμπάρικο και από πάνω εφόρεσε ένα κακόγουστο παλτό σαν αυτό που φοράνε αυτοί οι ταλαίπωροι που δεν έχουν από Θεού μοίρα. Πήγε πρωί - πρωί στην Πτολεμαΐδα σαν ένας ταλαίπωρος που δεν τον έδινε σημασία κανένας. Αναγνώρισε αφού έφτασε το δημαρχείο και είδε ότι στον προθάλαμο από πίσω υπήρχε ένα παράθυρο που τον βόλευε πολύ. Όταν θα πηγαίνανε τα παιδιά να βγουν από την κεντρική πόρτα, αυτός θα εξαφανιζόταν από εκεί και θα έμενε πάλι άναυδη η αστυνομία.
Στον δρόμο ο Λάγιος γυρνούσε ανάμεσα σε άλλα παιδιά με αυτό το άχαρο παλτό χωρίς να του δίνουν σημασία. Δυο αστυνόμοι γυρόφερναν δίπλα στο δημαρχείο μπας και δούνε τον Λάγιο. Μετά από κάμποση ώρα άρχισαν να φωνάζουν τα ονόματα των υποψηφίων που θα πηγαίνανε για εξέταση. Σε μια στιγμή ακούγεται το όνομα του Λάγιου. Αυτός πέταξε γρήγορα το ασουλούπωτο παλτό του και τον παλιό σκούφο που είχε στο κεφάλι και φώναξε «Παρών!» προχωρώντας μπροστά στο δημαρχείο. Οι αστυνομικοί και τα άλλα παιδιά έμειναν άναυδοι. Όλα τα παιδιά μπήκαν μέσα και οι αστυνομικοί κάθισαν να περιμένουν από έξω, να βγουν τα παιδιά να πιάσουν τον Λάγιο.
Όταν τελείωσε η διαδικασία και άρχισαν να βγαίνουν έξω τα παιδιά ο Λάγιος με μια απότομη κίνηση άνοιξε το παράθυρο και πήδηξε έξω, χωρίς να τον καταλάβει μέσα στην βαβούρα και την πολυκοσμία κανένας, και εξαφανίστηκε μέσα στα σοκάκια της Πτολεμαΐδας.
Έτρεξαν να τον βρουν οι αστυνομικοί, μα είχε κάνει φτερά. Τα χάσανε, δεν ξέραν τι να πουν στον διοικητή τους.
YOU ARE READING
Το στερνοπαίδι της Κυρά- Φανής
Non-FictionΤα τελευταία χρόνια η τεχνολογία έχει κάνει άλματα και η ζωή αλλάζει με ταχείς ρυθμούς. Στη νέα γενιά ορισμένα βιώματα των παλαιοτέρων φαντάζουν εντελώς αδιανόητα. Το συγκεκριμένο βιβλίο του Ιωάννη Παρίση, ενός ανθρώπου που βίωσε, σε μικρή βέβαια ηλ...