Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα. Ο Λάγιος έκανε παρέες, άκουσε διάφορες ιστορίες και περιπέτειες από την ζωή των συντρόφων του. Μετά από δυο μήνες μαθημάτων στα όπλα, πήρε μετάθεση και με άλλα σαράντα παιδιά τον στείλανε στο τάγμα πεζικού πεντακόσια είκοσι πέντε. Αυτό ήταν ένα τάγμα εκπαιδευτικό- κάνανε πολλές πορείες, ασκήσεις και αγωνίσματα. Ο Λάγιος παρέμενε διακριτικός και τίμιος παντού και πάντα.
Ένα βράδυ τα μεσάνυχτα, χτύπησε η σάλπιγγα για συναγερμό. Το ρεύμα κόπηκε, οπότε ο κάθε στρατιώτης ήθελε να ετοιμαστεί, να φκιάσει το περιφερειακό, να τυλίξει μια κουβέρτα, το διάβροχο, την σκηνή και τη χλαίνη στο σακίδιο και να μαζέψει όλα του τα υπάρχοντα. Επικρατούσε χαλασμός. Ο ένας άπλωνε το αντίσκηνο να μαζέψει τα πράγματά του, ο άλλος έσπρωχνε το ξένο αντίσκηνο για να απλώσει το δικό του. Με τα πολλά τακτοποιήθηκαν, βγήκαν έξω και χωριστήκαν το τάγμα σε λόχους, οι λόχοι σε διμοιρίες και ξεκίνησαν.
Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς. Πήραν μια ανηφόρα σε ένα βουνό, στην Ορβήτσα. Εκεί έπρεπε να βρούν ένα πολυβόλι. Κουρασμένοι καθώς ήταν από τον οπλισμό και το περιφερειακό, τους είπε ο δόκιμος :
-Παιδιά, καθίστε εσείς να ξεκουραστείτε κι εγώ θα πάω να βρω τα πολυβόλια. Κάπου εδώ κοντά πρέπει να είναι...
Εκεί που έψαχνε μες στο σκοτάδι, έπεσε σε ένα χαράκωμα γεμάτο νερό. Βγήκε, μα ήταν όλος μούσκεμα.
-Παιδιά, το πολυβόλο το βρήκα, μα έπεσα μέσα σε ένα χαράκωμα γεμάτο νερό και έγινα μούσκεμα! Αν δεν ανάψουμε φωτιά θα παγώσω εδώ επάνω...
Ακούγοντας αυτό, ο Λάγιος είπε στα παιδιά:
-Παιδιά, μαζέψτε ξύλα, γιατί, από όσο βλέπω, όλοι λίγο πολύ βρεγμένοι ήμαστε. Όσο για τον δόκιμο- είναι πέρα για πέρα μούσκεμα.
Μικρός, ο Λάγιος άκουγε από τους γέροντες ιστορίες για τον Αλβανικό πόλεμο ψιλά στα βουνά του Γράμμο. Αν δεν ήτανε κτηνοτρόφοι αυτοί που πολεμούσαν, και δεν ήταν μαθημένοι από κρύα χοντρά και βροχές, χανα μείνουν όλοι παγωμένοι επάνω στο βουνό.
Πολλοί κτηνοτρόφοι είχαν αξουγοκέρια. Αυτά, ήτανε φτιαγμένα με αξίγγη τυλιγμένο σε πανιά – μια σειρά πανί, μια σειρά αξίγγη τυλιγμένο σαν σαλάμι. Άμα το άναβες αυτό, δεν έσβηνε ουδέ με αέρα, ουδέ με βροχή.
Όταν έφευγε για τον στρατό, ο Λάγιος πήρε ένα αξουγγοκέρι για καλό και για κακό. Μόλις τα παιδιά μαζέψανε ξύλα, ο Λάγιος άναψε ένα και όλοι άρχισαν να τα ρίχνουν επάνω του για να πάρουν φωτιά. Όταν έγινε αυτό, ο Λάγιος έσβησε το αξουγγοκέρι, το οποίο πλέον δεν χρειαζόταν, και το έβαλε πάλι στο σακίδιό του. Τα παιδιά έριχναν ξύλα συνέχεια, οπότε η φωτιά κρατιόταν τόσο μεγάλη, που από εκείνη ανάβανε κι άλλες φωτιές.
Την στιγμή που έληξε ο συναγερμός οι φαντάροι στέγνωσαν τα ρούχα τους, κι ότι άλλο ήταν βρεγμένο και καθόταν γύρω από την φωτιά για να ζεσταθούν. Ο λοχαγός γυρνούσε στις διμοιρίες του να δει τι κάνουν οι στρατιώτες. Όταν είδε τις φωτιές κατάλαβε και είπε τον δοκίμιο, κοιτάζοντας τον καλόκαρδα:
-Καμία διμοιρία δεν έχει αυτή την επιτυχία- σίγουρα έργο του Λάγιου είναι.
-Με τον Λάγιο δίπλα μου μπορώ να ξεχειμωνιάσω στο πιο ψηλό και άγριο βουνό!-απάντησε ο δόκιμος.
YOU ARE READING
Το στερνοπαίδι της Κυρά- Φανής
Non-FictionΤα τελευταία χρόνια η τεχνολογία έχει κάνει άλματα και η ζωή αλλάζει με ταχείς ρυθμούς. Στη νέα γενιά ορισμένα βιώματα των παλαιοτέρων φαντάζουν εντελώς αδιανόητα. Το συγκεκριμένο βιβλίο του Ιωάννη Παρίση, ενός ανθρώπου που βίωσε, σε μικρή βέβαια ηλ...