Η απελευθέρωση της Μάρως

11 3 0
                                    

Όταν ο Λάγιος είχε ήδη μπει στα δεκατρία, μια ανοιξιάτικη μέρα του Μάη, έφτασε στην γειτονιά μια οικογένεια τσιγγάνων. Ήταν ένα ανδρόγυνο με πέντε παιδιά, κι είχαν και μια αρκούδα, την οποία προσπαθούσαν να κάνουν να χορέψει.

Της μάθαιναν χορό της αρκούδας, χορό και άλλα νούμερα, κι αφού της τα μάθαιναν, την έπαιρναν το απόγευμα και την γυρνούσαν γύρω στο χωριό. Την βάζαν να χορεύει και να κάνει διάφορα κόλπα και μαζεύανε άλλοτε χρήματα, άλλοτε κανένα κομμάτι ψωμί, λάδι, τυρί-ότι είχε ο καθένας ευχαρίστηση να προσφέρει.

Στις τρείς Μάιου πρωί, αφού άρμεξε τα πρόβατα και φόρτωσε το γάλα στο άλογο, ο Λάγιος ξεκίνησε από το μαντρί να πάει στο σπίτι στο χωριό τα γάλατα. Όταν μπήκε στο χωριό επικρατούσε μια ησυχία και μια γαλήνη, οι μόνοι ήχοι που ακουγόταν ήταν ο ήχος του νερού που έριχνε μια νοικοκυρά ποτίζοντας. Μια μυρωδιά φρεσκοψημένου ζεστού ψωμιού πλανιόταν στον αέρα-η κυρά-Δέσπω έβγαζε το αναψοκοκκινισμένο μυρωδάτο ψωμί απο τον φούρνο.

Πλησιάζοντας στην γειτονιά του είδε τον τσιγγάνο να μαθαίνει την αρκούδα να χορεύει πάνω σε μια καυτή λαμαρίνα.Δεν μίλησε καθόλου. Πήγε το άλογο με το γάλα στο σπίτι, όπου το ξεφόρτωσαν οι δυο συννυφάδες ,τις οποίες αποκαλούσε μανούλες. Έπειτα ξάπλωσε και κοιμήθηκε κάνα-δύο ώρες γιατί το κοπάδι έβοσκε όλη τη νύχτα .Όταν σηκώθηκε, έφαγε λίγο ψωμί που του έβαλε η στερνή του μανούλα και «βγήκε να παίξει με τα άλλα παιδιά». Αντί να πάει να παίξει όμως πήγε στον Γιώργο ,τον σιδερά. Ήθελε να πάει να ζητήσει το ψαλίδι που έκοβε τα σίδερα, ώστε να ελευθερώσει την αρκούδα. Δεν άντεχε στη σκέψη πως οι τσιγγάνοι παιδεύουν το κακόμοιρο ζώο.

Τον βρήκε σκυμμένο πάνω από κάτι σιδερικά. Περίμενε υπομονετικά μέχρι να τελειώσει, και μόνο έπειτα, όταν αυτός τελείωσε και κάθισε να ξεκουραστεί, τον καλημέρισε :

-Καλημέρα κυρ-Γιώργο! Ο παππούς μου είπε να μου δώσεις το ψαλίδι που κόβει τα σίδερα ...

Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο μπάρμπα-Γιώργος του έδωσε το ψαλίδι και έπειτα είπε:

-Μόλις κάνει την δουλειά ο παππούς να μου το φέρεις πίσω ε; Καλή σου μέρα παιδί μου!

Πήρε το ψαλίδι ο Λάγιος, το βαλε κάτω από το σακάκι κι έφυγε γρήγορα. Πήγε και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο απέναντι από τους τσιγγάνους κοιτάζοντας με οίκτο τη βαρβαρότητα που έδειχνε ο τσιγγάνος στην άμοιρη την αρκούδα. Την είχε δεμένη από τον λαιμό, της είχε περασμένο έναν σιδερένιο χαλκά από την μύτη –είχε εξευτελίσει όλη της την αξιοπρέπεια, κι ας ήταν ζώο. Το χειρότερο όμως ήταν ο τρόπος με τον οποίο την μάθαιναν να χορεύει. Της έβαζαν κάτω από τα πόδια της αναμμένα κάρβουνα και κείνη την ώρα της παίζανε μουσική με κάτι καμπανάκια. Μην μπορώντας να αντέξει τον πόνο το άμοιρο ζωάκι χοροπηδούσε έντρομο, για να πονάει λιγότερο. Το κάνανε αυτό ξανά και ξανά κάθε μέρα, μέχρι που όταν άκουγε η αρκούδα τα καμπανάκια, ήξερε ότι θα ακολουθήσει το ίδιο μαρτύριο και ξεκινούσε να χοροπηδά, πριν καν της βάλουν τα κάρβουνα.

Αφού τελείωσε με αυτή την επονείδιστη για την αρκούδα διαδικασία, η οικογένεια των τσιγγάνων κάθισε να φάει. Φάγανε ψωμί, τυρί και καρπούζι, αφήνοντας στην καημένη την αρκούδα μονάχα τις κόρες από τα κομμάτια του. Μην έχοντας να φάει κάτι άλλο, αυτή τις έφαγε λαίμαργα και έπειτα κάθισε διακριτικά να ξεκουραστεί, με τον φόβο να καθρεπτίζεται στα μεγάλα νεαρά μάτια της για την μοίρα της την ερχόμενη μέρα.

Ο Λάγιος παρατηρούσε το μαρτύριο της αρκούδας και μέσα του φούντωνε ο θυμός για τα όσα συνέβαιναν αλλά και η αγωνία σχετικά με την επιτυχία του σχεδίου του. Οι τσιγγάνοι εκείνη την ώρα τελειώσανε με το γεύμα τους, μαζέψανε τα απομεινάρια του φαγητού σε έναν τροβά και αφού άφησαν τα παιδιά να παίξουν για λίγο ακόμη πλάγιασαν για τον μεσημεριανό τους ύπνο.

Η στιγμή, την οποία τόση ώρα περίμενε με αδημονία ο Λάγιος έφτασε. Αφού σιγουρεύτηκε ότι οι τσιγγάνοι κοιμόταν σηκώθηκε και πλησίασε, όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, την Μάρω, την άμοιρη αρκουδίτσα. Αυτή σα να κατάλαβε τις προθέσεις του μικρού αγοριού –τα μάτια της έλαμψαν από κατανόηση. Λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε αν αγριέψει το ζώο να έχει περιθώριο να φύγει για να μην φαγωθεί ο Λάγιος άρχισε να πλησιάζει αργά από ξέμακρα και απλώνοντας το αριστερό του χέρι την χάιδεψε κοντά στην ουρά. Σαν αισθάνθηκε για πρώτη φορά χάδι η νεαρή αρκούδα χαλάρωσε και ξάπλωσε. Συνεχίζοντας να την χαϊδεύει με το αριστερό, ο Λάγιος τράβηξε το σιδεροψάλιδο και έκοψε το χαλκά που της είχανε στην μύτη από τον οποίο ξεκινούσε η αλυσίδα με την οποία την είχανε δέσει και ελευθέρωσε την αρκούδα.

Νιώθοντας επιτέλους ελεύθερη, αυτή τινάχτηκε με ανακούφιση, παράγοντας έναν δυνατό ήχο που αντήχησε στην μεσημεριανή σιωπή και ξύπνησε τους τσιγγάνους. Βλέποντας το κατοικίδιο τους ελεύθερο ,αυτοί όρμησαν να το πιάσουν, χωρίς να υπολογίζουν όμως πως αισθανόμενη το τι εστί ελευθερία μετά από τόσα βασανιστήρια η Μάρω μεταμορφώθηκε σε θηρίο ανήμερο. Βλέποντας τον τσιγγάνο να ορμά κατά πάνω της αυτή αγρίεψε και με τα γαμψά νύχια της του ξερίζωσε όλα τα σπλάχνα, αφήνοντας τον τελειωμένο να κείτεται στο χώμα. Έριξε έπειτα μια ματιά στον Λάγιο σα να τον ευχαριστούσε και πήρε τα βουνά, χάθηκε στα δάση.

Η γειτονιά αναστατώθηκε, όλο το χωριό ξεσηκώθηκε από τον θόρυβο. Η χωροφυλακή έσπευσε να δει τι συμβαίνει. Η οικογένεια των τσιγγάνων στράφηκε αγανακτισμένη εναντίων του Λάγιου, εξαπολύοντας μύδρους και επιδιώκοντας να συλληφθεί. Αυτός βλέποντας τι συνέβαινε έτρεξε γλήγορα, πήρε το πιο καλό άλογο του γέρο-Στέργιου και μονολογώντας: «η αρκούδα πήρε τα βουνά, ώρα να πάρω και εγώ τα λαγκάδια» κονάκεψε το άλογο και άρχισε να του σιγοψιθυρίζει:

«Σκίσε καλέ μου τα βουνά και πάρε τα λαγκάδια ,κι όπου μας βρει η χαραυγή εκεί θα σταματήσεις,να μην μας δει η ανατολή και μας προδώσει ο ήλιος...»

Ξεφύσησε το άλογο και σαν πετρίτης φεύγει κατά το γλυκοχάραμα, στον Έλιμπο πηγαίνει.

Το στερνοπαίδι της Κυρά- ΦανήςWhere stories live. Discover now