Λάγιος

8 2 0
                                    

Αφού ξεπέζεψε από το άλογο, ο Λάγιος το χάιδεψε τρυφερά και το χτύπησε χαϊδευτικά. Το άλογο άφησε ένα σύννεφο σκόνης πίσω του και χάθηκε από το οπτικό πεδίο του Λάγιου, γυρίζοντας πίσω στα μέρη όπου μεγάλωσε και είχε την παρέα του.

Ο Λάγιος βγήκε σε μια ψιλή ραχούλα και κάθισε να αγναντέψει γύρω του την θέα, να δεί που βρίσκεται και να αποφασίσει τι θα κάνει. Απέναντι του, όταν κάθισε, είδε τρία στρουγγοτόπια (= μέρη όπου υπάρχουν περιφραγμένοι χώροι για να ησυχάζουν τα ζώα), όπου άρμεγαν δυο κοπάδια πρόβατα και ένα κοπάδι γίδια. Παρατηρούσε για αρκετή ώρα τις κινήσεις εκεί , κι όταν τα κοπάδια έφυγαν με τους τσοπαναραίους να βοσκήσουν, και οι υπόλοιποι κτηνοτρόφοι μάζεψαν τα γάλατα και έφυγαν, αφήνοντας αφύλαχτες τις καλύβες, κατέβηκε από την ραχούλα και κίνησε προς τα εκεί. Όταν έφτασε, μπήκε και πήρε ότι φαγώσιμο μπορούσε να βρει. Από τις τρείς καλύβες πήρε λίγο ψωμί-( η μία από αυτές είχε μονάχα σκυλόψωμο )και ένα δερμάτι με γάλα τουλομίσιο ( = γάλα που βρίσκεται μέσα σε δέρμα) ή όπως αλλιώς το λένε γαλοκόζινο. Πήρε από όλα και από λίγο , για να μην καταλάβουν οι νοικοκυραίοι. Βρήκε πεταμένο κι ένα μπουκάλι, το οποίο πήρε και έπλυνε σε μια πηγή, και το γέμισε για να έχει να πίνει.

Έπειτα, πήγε και βρήκε ένα κατάλληλο μέρος ,πολύ απόμερο. Μάζεψε λίγα κλαδιά και ξερά χόρτα, έκανε το γιατάκι του – πρόχειρο στρώμα για ύπνο- και μετά κάθισε εκεί, κάτω από ένα δέντρο να σκεφτεί τι θα κάνει από δω και πέρα.

Ήτανε δώδεκα Απριλίου. Τις 23 γινότανε παζάρι στα Σέρβια, όπου πηγαίνανε άνθρωποι που ψάχνανε να βρούνε αφεντικά για να τους βόσκουν τα πρόβατα ή τα γίδια, καθώς και το αντίθετο . Ίσως να πήγαινε εκεί...

Για να μην μπερδεύει τις μέρες μέχρι τότε, έβαλε έντεκα πετραδάκια στην τσέπη του, και κάθε μέρα που περνούσε, πετούσε κι από ένα. Όταν τελείωναν, θα ήταν του Αγίου Γεωργίου, η ημέρα του παζαριού.

Οι μέρες όμως δεν έλεγαν να περάσουν, γιατί κάθε μέρα αγωνιούσε για το πώς θα επιβιώσει – δεν έπαυε να είναι ένας κινούμενος άνθρωπος, και χρειαζόταν τροφή και νερό. Η μόνη του συντροφιά, ήταν την ημέρα οι ήχοι από τις καμπάνες των κοπαδιών και μιας γλυκιάς παραπονιάρας φλογέρας ενός τσοπανόπουλου, που τα αγνάντευε από μακριά. Την νύχτα, του κρατούσε συντροφιά η επίσης παραπονεμένη φωνή της κουκουβάγιας, ο θλιμμένος αναστεναγμός του γκιόνη και η επιβλητική φωνή του γέρο-μπούφου –σα να έλεγε άντε κοιμηθείτε, να πάω και εγώ για βοσκή στα υπόλοιπα πλάσματα.

Ξυπνούσε πρωί-πρωί και παρακολουθούσε να δει πότε θα αδειάζανε τα στρουγγοτόπια, ώστε έπειτα να πάει και να πάρει με πολύ προσοχή κάτι φαγώσιμο από τις καλύβες, να περάσει κι εκείνη η μέρα κάπως.

Έτσι περνούσαν αργά και τεμπέλικα οι μέρες, οι ώρες και τα βράδια, μέχρι που ήρθε η μέρα του Αγίου Γεωργίου. Ο Λάγιος κατέβηκε προς το χωριό μία μέρα νωρίτερα, πλάγιασε λίγο έξω από τα Σέρβια σε ένα λοφάκι, έκανε τον σταυρό του κι όλη τη νύχτα έβλεπε εφιάλτες με μόνη παρηγοριά τα λαμπερά αστέρια.

Την επομένη ξύπνησε νωρίς,περιποιήθηκε λίγο τον εαυτό του και ξεκίνησε για το παζάρι. Όταν έφτασε, τααφεντικά είχαν μόλις αρχίσει να ψάχνουν για τον κατάλληλο άνθρωπο που τουςχρειαζόταν.

Το στερνοπαίδι της Κυρά- ΦανήςWhere stories live. Discover now