Ο Λάγιος

9 2 0
                                    


Ο νεαρός Λάγιος μεγάλωνε χαρούμενος και ξέγνοιαστος κοντά στον γέρο-Στέργιο. Τα νεαρά του χρόνια κυλούσαν γρήγορα στα μάτια ολόκληρης της οικογένειας, αλλα ιδιαίτερα του γέρο-Στέργιου που έβλεπε να περνούν τα χρόνια και τα γεράματα να τον βαραίνουν και συλλογιζόταν: «Αν φύγω εγώ από αυτή την ζωή και τον παρατήσουν; Αν δεν τους έρθουν καλά οι δουλειές και δεν έχουν τι να το ταΐσουν και το αφήσουν μοναχό; Τι θα γίνει με αυτό το παιδί τότε;» .Ήλπιζε να εμφανιζόταν η πραγματική του οικογένεια αλλά περνούσε ο καιρός και κανείς δεν ερχόταν και οι ελπίδες όλο και λιγόστευαν.

      Έβλεπε τα εγγόνια του να μεγαλώνουν, να τον συμμαζεύουν και να τον προσέχουν, ο Λάγιος όμως όσο μεγάλωνε γινόταν πιο απαιτητικός και δραστήριος και χρειαζόταν μονίμως κάποιον να τον κοιτά. Έτρεχε κοντά στα μεγαλύτερα παιδιά, κι αν δεν μπορούσε να τα φτάσει έκλαιγε από εγωισμό. Δεν υπήρχε μέρα που να μην έχουν να πουν κάτι για αυτό το παιδί: πότε θα έπεφτε μέσα στις λάσπες, πότε στα νερά ,πότε θα έπεφτε από κανένα δένδρο , πότε θα μάλωνε με τα αδέρφια του –όπως τα αποκαλούσε- και θα έμπλεκε στις φασαρίες τους προσπαθώντας να τα χωρίσει. Και τα αδέρφια του όμως θέλοντας να τον κατηγορήσουν, πολλές φορές, τον μάλωναν στα ψέματα για να τον παρακινήσουν να ορμήσει στον καβγά και έπειτα να τον μαλώσουν για αυτό. Ό γέρο- Στέργιος όμως απλά χαμογελούσε στο άκουσμα αυτών των κατορθωμάτων του μικρού και τον καμάρωνε που μεγάλωνε.

Οι ώρες κυλούσαν, οι μέρες περνούσαν ,οι μήνες έφερναν τα χρόνια, μεγάλωσε ο Λάγιος και έφτασε τα επτά, πήγε στην πρώτη δημοτικού. Εκεί τον πήρε μια πολύ σοφή δασκάλα που γνώριζε το ιστορικό του. Κατά τις πολύ συχνές επισκέψεις του γέρο- Στέργιου, ο οποίος δεν χόρταινε να ρωτά για τον μικρό και της έφερνε κάθε λογής καλούδια (πότε κανένα κιλό γάλα, πότε καμιά πιατέλα με φρούτα), εκείνη τον διαβεβαίωνε ότι τον προσέχει σαν παιδί της κάτι που όντος έκανε. Τα όσα έλεγαν στο Λάγιου χαροποιούσαν πολύ τον γέρο- Στέργιο. Τον Λάγιο τον αγάπησε όλο το χωριό.

Όταν μιλούσαν για τον Λάγιο έλεγαν «μα τι καλό παιδί! Παντού προφτάνει!». Πράγματι, όλο το χωριό τον έστελνε για θελήματα' πάντα του βρισκόταν μια δουλίτσα ,την οποία έτρεχε να πραγματοποιήσει με τόση θέρμη που συγκινούσε τους πάντες. Έτρεχε στον μανάβη, τον μπακάλη, κι αν έβγαζε κάποιος να του δώσει κάτι, αυτός δεν το έπαιρνε με τίποτα. Στα δώδεκα χρόνια έβγαλε το δημοτικό με καλούς βαθμούς, και άρχισε να δουλεύει για να βοηθά την οικογένειά του. Παντού πρόφτανε- βοηθούσε σε κάθε λογής εργασία.

Το στερνοπαίδι της Κυρά- ΦανήςWhere stories live. Discover now