Τα ρουθούνια της τραβούν το οξυγόνο με μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια. Δεν είναι το κατασκεύασμα ενός μηχανήματος, το νιώθει. Η οσμή της αποστείρωσης του νοσοκομείου μπλέκεται με τη ζέστη του καλοκαιριού, γεμίζουν εξίσου τα πνευμόνια της. Με μια δεύτερη αναπνοή, τα βλέφαρα της τρεμοπαίζουν. Το φως της μέρας την ενοχλεί καλοδεχούμενα μετά από τόσο σκοτάδι. Κρατάει τα μάτια πεισματικά ανοιχτά. Το κεφάλι της βαρύ, μα με κάθε ανάσα η ζάλη υποχωρεί. Μια στιγμιαία κίνηση μέσα της την καλωσορίζει. Χαμογελά αχνά, με τον αντίχειρα της χαϊδεύει αδύναμα το σημείο. Το πλασματάκι της ανταποκρίνεται. Εκείνος; Θα 'πρεπε να 'χε ακούσει ήδη τ' όνομα της από τα χείλη του, κι ας είναι στραμμένη απ' την άλλη μεριά. Με αργές κινήσεις γυρνά το κεφάλι, προσπαθώντας να ενεργοποιήσει τα άκρα της. Ένα απαλό τσίμπημα προδίδει το σωληνάκι που συνδέει το ένα της χέρι με τον ορό δίπλα της. Το άλλο βρίσκει μεγαλύτερο εμπόδιο. Κάτι του απαγορεύει να κινηθεί, δεν το νιώθει όμως παγιδευμένο, παρά προστατευμένο. Μόλις στρέφει εντελώς το πρόσωπο, καταλαβαίνει. Το χέρι της κρυμμένο ανάμεσα στα δικά του, οι αγκώνες του στην άκρη του στρώματος, οι ώμοι του γυρτοί, το μέτωπο πάνω στην παλάμη του. Το πουκάμισο του τσαλακωμένο, τα μαλλιά του πέφτουν ανάκατα εδώ και κει. Η αναπνοή του βαθιά και ρυθμική. Το ξέρει ότι με το ζόρι έκανε βήμα μακριά της, μόνο αν του το ζήτησαν γιατροί ή νοσοκόμες. Άλλωστε, και κείνη το ίδιο δεν θα 'κανε; Με αρκετή προσπάθεια, απεγκλωβίζει το χέρι της. Το πλασματάκι της μάλλον την επιβραβεύει. Εκείνος δεν το παίρνει είδηση, φαίνεται πως κοιμάται βαριά. Ίσως έχει στερηθεί μέρες τον ύπνο. Χαϊδεύει τις μπούκλες του, προσέχοντας μην τον ενοχλήσει. Η αναπνοή της συγχρονίζεται με τη δική του. Ακόμη κι έτσι, της μεταδίδει ασφάλεια και ηρεμία. Κάποια στιγμή αναδεύεται ελαφρά. Μες τον ύπνο του, αντιλαμβάνεται την απουσία του χεριού της και τινάζεται αλαφιασμένος. Το χέρι της μένει μετέωρο, μια στιγμιαία ενοχή που τον αναστάτωσε. Τα μάτια του κινούνται σπασμωδικά, μπερδεμένα, μέχρι να συναντήσουν τα ορθάνοιχτα δικά της. Τη βλέπει ξύπνια και ξεχνάει ν' αναπνεύσει. Αντικρίζει τη μορφή που τόσο της είχε λείψει και το χαμόγελο της δεν συγκρατείται. Παιδιάστικα τρίβει τα νυσταγμένα μάτια του, αλλά η εικόνα παραμένει αναλλοίωτη. Τα χείλη του μιμούνται τα δικά της, αποτυπώνοντας την ευτυχία του. Ξεφυσάει ανακουφισμένος. Τώρα μπορεί με περισσότερο θάρρος να χαϊδέψει το πρόσωπο, τα μαλλιά, το χέρι της, ν' αφήσει όσα φιλιά θέλει εκεί, χωρίς να φοβάται ότι θα ταράξει τον ύπνο της. Απολαμβάνει τα αγγίγματα που στερήθηκε, τα φιλιά που την ευχαριστούν που έβαλε τέλος στη μοναξιά του. Και σαν χορταίνει φιλιά, κλείνει την παλάμη της ξανά στις δικές του, στυλώνει το βλέμμα στο πρόσωπο της. Την κοιτάει με καμάρι. Επειδή πάλι τα κατάφερε. Τον κοιτάει με ευγνωμοσύνη και θαυμασμό. Επειδή πάλι άντεξε. Μα ξάφνου, λες και η τελευταία στάλα αντοχής καρτερούσε αυτή τη στιγμή για να τον εγκαταλείψει, αισθάνεται τόσο αδύναμος, τόσο κουρασμένος. Όμως η πηγή της δύναμης του είναι εκεί, μπορεί πια να του σφίξει το χέρι όπως κάνει εκείνος. Χωρίς σκέψη, αλλά με λαχτάρα να νιώσει ξανά το κορμί της στο δικό του, γέρνει και αφήνει το κεφάλι του να ξαποστάσει στον ώμο, πάνω απ' το στήθος της. Το χέρι του απλώνεται ως το μπράτσο της, το χαϊδεύει νωχελικά. Εκείνη δέχεται μ' ευχαρίστηση το σώμα του στο δικό της, κατανοώντας την ανάγκη, την αγωνία, την κούραση που τον έχουν κατακλύσει. Αγκαλιάζει την πλάτη του, το χέρι της χώνεται στα μαλλιά του. Μένουν έτσι για μερικές στιγμές, να κατασταλάξει μέσα τους η νέα πραγματικότητα. Ότι ξεπερνούσαν βήμα βήμα άλλη μία δυσκολία. Ότι βρίσκονταν ακόμη μια μέρα πιο κοντά στο θαύμα.
YOU ARE READING
ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Fanfiction"Το μεγαλύτερο δωμάτιο ... ετοιμάζεται μέρα με τη μέρα να υποδεχτεί το νέο του ένοικο. Έχει μετατραπεί στο δικό τους "μικρόκοσμο", όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν. Απ' άκρη σ' άκρη αραδιασμένα πολύχρωμα αντικείμενα που τους ωθούν να οραματίζονται έ...