ΧΑΡΗ

210 19 1
                                    

Ανασαίνει βαθιά και ήρεμα, στρέφοντας το βλέμμα της προς το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου. Η κουρτίνα κυματίζει ελαφρά από τον θερμό αέρα. Μοιάζει μ' εκείνη που κρέμεται στο... Α, μπα, εκείνη είναι πιο ανοιχτόχρωμη, από πιο λεπτό ύφασμα. Καλύπτει ένα παράθυρο φρεσκοβαμμένο, όχι σαν αυτό το πολυκαιρισμένο. Αναρωτιέται με φόβο αν βρισκόταν εκεί όταν... Αλλά όχι, όχι, η εικόνα ξεπηδάει ξεκάθαρα στο νου της. Προσεύχεται νοερά, με όλη τη δύναμη της ψυχής της να φύγει γρήγορα από το δωμάτιο που βρίσκεται, να βρεθεί στο άλλο, στο καταφύγιο τους. Μερικές ακτίνες του ήλιου τρυπώνουν στο δωμάτιο, φωτίζοντας θαρρείς μια ανάμνηση απ' το σκοτάδι της. Θυμάται και χαμογελάει.

"Δάσκαλος ειν' ο Ρωτόκριτος..." μουρμουρίζει, σα να μιλά στον εαυτό της.

Η ανάσα κολλάει στο στήθος του. Ανασηκώνει το κεφάλι, βγαίνει από την αγκαλιά της απορημένος. Την κοιτά δύσπιστος, σαν να επιβάλλει στον εαυτό του να συγκρατήσει μια παράλογη σκέψη, μα και σαν παιδί ταυτόχρονα, που υποψιάζεται ότι κατάφερε κάτι αδύνατο.

"Τι είπες;"

"Τι;" του χαμογελά με υπονοούμενο.

"Αυτό που είπες..."

"Αυτό που άκουσα..."

Άφωνος, έκπληκτος περιμένει να συνεχίσει.

"Σ' άκουγα, καρδιά μου... σε ακούγαμε, δηλαδή", του εξηγεί, χαϊδεύοντας τρυφερά το μάγουλο του.

"Α... αλ... αλήθεια;"

"Αχά... Όχι συνέχεια, αλλά ξέραμε ότι είσαι δίπλα μας. Και... σ' ευχαριστούμε... σ' ευχαριστούμε πάρα πολύ."

Τα μάτια του λάμπουν, το πρόσωπο του στολίζει ξανά ένα θριαμβευτικό χαμόγελο.

"Εγώ... εγώ σας ευχαριστώ, δυνατά μου πλάσματα, που τα καταφέρατε. Εγώ το 'ξερα, όμως, Λενιώ", συνεχίζει αποφασιστικά, "το 'ξερα ότι θα είστε καλά."

Σκύβει ξανά προς το μέρος της, φιλά κάθε σπιθαμή του προσώπου της, τα χείλη τους ενώνονται ξανά και ξανά. Ώσπου τον απωθεί μαλακά από τον ώμο, σπρώχνοντας τον ελάχιστα μακριά της. Τον κοιτά κατάματα και του χαμογελάει.

"Εεε, δέχομαι κάποια παράπονα από εκεί κάτω."

Στρέφονται προς τη φουσκωμένη κοιλιά της, παρατηρώντας τη ν' αλλάζει σχήμα μια από δω και μια από κει, στιγμιαία ή πιο αργά. Το χέρι του σμίγει με το δικό της, αποφεύγοντας το κολλημένο σωληνάκι. Ο αντίχειράς του ανασηκώνεται. Ο δικός της αντανακλαστικά αποτραβιέται. Καλύπτει τον δικό του. Ξανά ο δικός του από πάνω. Ο δικός της διαγράφει μια μικρή τροχιά στον αέρα και τον καπακώνει πάλι. Ο δικός του ξεγλιστρά. Ο δικός της τεντώνεται αλλά δεν τον φτάνει. Ο δικός του απλώνεται και ακινητοποιεί τελεσίδικα τον δικό της. Γελούν ανάλαφρα, σαν εκεχειρία. Σαν να ξύπνησαν αγκαλιά ένα συνηθισμένο πρωινό. Κοιτάζονται και χαμογελούν, περήφανοι ήδη για το μικρό τους θαύμα.

ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣWhere stories live. Discover now