ΔΩΜΑΤΙΟ

189 17 0
                                    

Κάποιο μεγάλο όχημα, λεωφορείο ή φορτηγό, διασχίζει φασαριόζικα τον κοντινό δρόμο, επαναφέροντας την απότομα στο τώρα. Κοιτά ξανά τη σακούλα. Διχάζεται. Από τη μία, είναι γεμάτη περιέργεια για το περιεχόμενο της, νιώθει πως θέλει να το δει με το που επιστρέψει ο Λάμπρος. Από την άλλη, θέλει να περιμένει τη στιγμή που θα επιστρέψει σπίτι της. Η μικρή έκπληξη να λειτουργήσει ως κίνητρο για να την επισπεύσει. Αμφιταλαντεύεται. "Να το δούμε τώρα, λες;" Κλωτσιά. Χάδι. "Να περιμένουμε για όταν φύγουμε;" Κλωτσιά. Χάδι. "Μάλιστα, με βοήθησες πολύ." Χρωματιστό και φωτεινό, θυμάται να της λέει. Το αίτημα του σε συνδυασμό με το γούστο της Δρόσως και του Σέργιου. Δεν έχει αμφιβολία ότι θα της αρέσει.

Δίπλα στη μεγάλη σακούλα που της αναλογεί στέκει μία πολύ μικρότερη. Άλλη μία γνωστή επωνυμία. Κατάστημα με βρεφικά είδη. Εκεί που είχαν ψωνίσει οι δυο τους. Χαμογελά, αναστενάζει παραιτημένη. Πόσες και πόσες παρόμοιες σακούλες έχουν φτάσει το τελευταίο διάστημα στο σπιτικό τους. Κανείς δεν μπορεί να συγκρατήσει τη χαρά του, ούτε ο Λάμπρος ούτε οι αδερφές της, ούτε καν οι συγχωριανοί τους. Αρκετά δώρα δεν έρχονται σε συσκευασίες καθότι χειροποίητα, φτιαγμένα με αγάπη και μεράκι. Εκείνη καμώνεται ότι τους μαλώνει όλους, ότι τα συρτάρια έχουν ξεχειλίσει, ότι έχουν απ' όλα πια, όμως τα μάτια της λάμπουν, γεμάτα ευγνωμοσύνη. Γιατί με κάθε συσκευασία που ανοίγει αισθάνεται μια ανεξήγητη ασφάλεια. Θαρρείς και κάθε ρουχαλάκι, κάθε παιχνιδάκι της επιβεβαιώνει ότι έχει λόγο ύπαρξης στο σπίτι τους, το οποίο παραδέχεται πως δεν έχει υπάρξει πιο όμορφο. Το μεγαλύτερο δωμάτιο, που μέχρι πρότινος άνηκε στις αδερφές και στον ανιψιό της, αφού εκείνες έχουν ανοίξει τα δικά τους σπιτικά, ετοιμάζεται μέρα με τη μέρα να υποδεχτεί το νέο του ένοικο. Το σχέδιο είχε μπει σε εφαρμογή λίγο καιρό πριν...

"Θέλω να ετοιμάσουμε το δωμάτιο του", είχε δηλώσει άξαφνα, μερικές μέρες αφότου ξεκίνησε να νιώθει τη νέα ύπαρξη πιο έντονα στα σπλάχνα της. Ήταν σούρουπο, η ζέστη του καλοκαιριού είχε παραχωρήσει τη θέση της σ' ένα ελαφρύ αεράκι. Κάθονταν στην αυλή τους, στο τραπεζάκι ελάχιστο γλυκό στο βαζάκι και δυο κουταλάκια μαρτυρούσαν την παρασπονδία τους. Η επιθυμία της διέλυσε την ησυχία, εκπλήσσοντας τον ευχάριστα. Την κοίταξε με μια χαρούμενη απορία στο βλέμμα, μα η ματιά της παρέμενε καθηλωμένη στα χρώματα του δειλινού, σαν να μην είχε καταλάβει καν ότι είχε μιλήσει. Δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοια λόγια. Συνήθως εκείνος ήταν ο πιο ονειροπόλος, εκείνη αρκούνταν στο να διαδέχεται η μία μέρα την άλλη, άλλοτε ομαλά, άλλοτε πιο ζόρικα, μέχρι να φτάσουν στο θαύμα. Δύσκολα αφηνόταν να ονειρευτεί, ίσως απλά φανταζόταν χωρίς να εκφράζεται. Και κείνος συχνά συγκρατούσε τον εαυτό του, δεν ήταν σίγουρος αν ο ενθουσιασμός του την παρέσερνε ή τη γέμιζε παραπάνω αγωνία. "Αλήθεια το λες αυτό;" τη ρώτησε ανυπόμονα, μη τυχόν και λιποτακτούσε. Του χαμογέλασε και του έγνευσε καταφατικά. "Τι χρώμα το θες;" ρώτησε πάλι βιαστικά. "Μμμμ, όλα τα χρώματα" απάντησε με αφέλεια παιδιού. "Σήκω!" πετάχτηκε απ' την καρέκλα τραβώντας την από το χέρι. "Πάμε να μου πεις πώς το θες!" Γέλασε με τον αυθορμητισμό του, με τη φόρα του που κόπηκε απότομα, καθώς ταίριαξε το ρυθμό του μαζί της όσο ανέβαιναν τη σκάλα, σίγουρη πως ήδη επιστράτευε τη φαντασία του για τη νέα διαρρύθμιση.

Το επόμενο απόγευμα τον είδε να επιστρέφει σπίτι με δυο κουβάδες μπογιά. Είχαν συμφωνήσει πως το σκούρο καφέ των επίπλων που θα παρέμεναν στο χώρο δεν τους άρεζε πια. Δέχτηκε να της δώσει πινέλο μόνο για αντικείμενα που δεν απαιτούσαν ορθοστασία ή σκύψιμο. Εκείνος ανέλαβε την τρίφυλλη ντουλάπα, εκείνη καταπιάστηκε μ' ένα σκαμνάκι, ώσπου η οσμή της μπογιάς της φαινόταν πια ανυπόφορη, ώστε τον άφησε να συνεχίσει μόνος, βγαίνοντας να πάρει καθαρό αέρα. Αργότερα, ο Σέργιος, καταφτάνοντας με τη μητέρα του, ενθουσιασμένος με το νέο εγχείρημα, κατέθεσε σοβαρές προτάσεις για τη διακόσμηση του χώρου, αμετακίνητος στην απόφαση του να παρευρίσκεται στην αγορά της βρεφικής κούνιας. "Σε τρεις μέρες το πολύ θα έχετε καινούργια κουρτινάκια, αφήστε το πάνω μου!", υποσχέθηκε η Ασημίνα καθώς σημείωνε τις διαστάσεις των παραθύρων.

Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, το δωμάτιο σταδιακά αλλάζει όψη. Έχει μετατραπεί στο δικό τους "μικρόκοσμο", όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν. Οι τοίχοι απέκτησαν χρώματα φωτεινά, το λούστρο λαμποκόπησε στα ξύλινα κουφώματα και τα παντζούρια. Στην ίδια δεν επιτρέπουν να κάνει και πολλά, επομένως σαν απλή παρατηρητής εγκρίνει τις αλλαγές του χώρου που προμηνύουν τη μεγαλύτερη αλλαγή στη ζωή τους. Απ' άκρη σ' άκρη, αραδιασμένα πολύχρωμα αντικείμενα τους ωθούν να οραματίζονται αισιόδοξα το μέλλον. Ειδικά τις πρωινές ώρες, όταν οι ακτίνες του ήλιου εισβάλουν με περισσότερη άνεση, λούζοντας το χώρο με φως, μοιάζει βγαλμένος από παραμύθι. Ανυπομονεί να αναλάβουν δράση όσα παρατάσσονται ολόγυρα, σαν φρουροί της ευτυχίας τους. Συνάμα νιώθει δέος, μια δυσπιστία ότι όντως τους ανήκουν. Δυστυχώς, δεν ήταν λίγες οι φορές που η καρδιά της έτρεμε, που φοβήθηκε πως και αυτό το όνειρο ξεγλιστρούσε μες απ' τα χέρια της. Ακριβώς όπως πριν μερικές μέρες... Όμως όλα τα βρεφικά είδη διεκδικούν πεισματικά χώρο σε κάθε σπιθαμή του "μικρόκοσμου" τους, σε διάφορες γωνιές του σπιτιού και στην καρδιά της. Μπορεί να τα χαζεύει, να τα αγγίζει, να εισπνέει τη μυρωδιά τους με τις ώρες, αναιρώντας τους δισταγμούς της. Και είναι σίγουρη ότι δεν το κάνει μόνο εκείνη. Ναι, αυτή τη σακουλίτσα θέλει σίγουρα να την ανοίξει...


ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣWhere stories live. Discover now