Ευτυχία είσαι καλύτερα; Πονάς;", άκουσε η Ευτυχία προτού ανοίξει τα μάτια και εγκαταλείψει τον βαθύ ύπνο που είχε πέσει. Η φωνή της φάνηκε γνωστή, ήταν γλυκιά και χαμηλόφωνη. Η φωνή άνηκε στην μικρή της αδερφή, την Ελπίδα, η οποία μπήκε στο δωμάτιο του νοσοκομείου, έκλεισε αργά και απαλά την πόρτα και διέσχισε την απόσταση από την πόρτα έως το κρεβάτι σαν ποντικάκι, στις μύτες των ποδιών της για να μην ξυπνήσει την Ευτυχία.
Η Ελπίδα ήταν σε αυτό τον κόσμο μόνο 7 χρόνια, και έμοιαζε εμφανισιακά με την Ευτυχία. Η Ευτυχία πάντα προσευχόταν και ήλπιζε η τύχη της αδερφής της να είναι διαφορετική, και καλή γιατί πολλές φορές κατηγορούσε την κακή της τύχη για όσες φορές έχει δεινοπαθήσει και άλλες φορές αμφισβητούσε αν υπήρχε. Πάντα της άρεσε να αμφισβητεί διάφορα, γιατί όταν αμφισβητείς κάτι, το ψάχνεις, το ανακαλύπτεις καλύτερα. Η Ελπίδα, σε αντίθεση με την Ευτυχία είχε πολλές φίλες και ήθελε να τις προσκαλέσει όλες στο νοσοκομείο (ή στο μικρό άχαρο δωματιάκι όπως το αποκαλούσε η Ελπίδα), για να της φτιάξουν το κέφι. Η Ελπίδα είχε φέρει μαζί της, την μεγάλη κόκκινη, σχολική της τσάντα, και μέσα είχε το αγαπημένο της αρκουδάκι που το αποκαλούσε Νούλη από μικρή. Τον έπαιρνε πάντα αγκαλιά όταν φοβόταν και έτσι θεώρησε πως αν το έδινε στην Ευτυχία σε μια δύσκολη στιγμή της, σαν και αυτή, θα την βοηθούσε εξαιρετικά πολύ, θα της έδινε θάρρος για να νικήσει το παιχνίδι των δαχτύλων και θα της έδινε το έναυσμα για να συνεχίσει να πολεμά. Είχε αγοράσει και έναν χυμό ροδάκινο διότι ήξερε πόσο της άρεσε και μερικά σοκοφρετάκια, γιατί όπως έλεγε η ίδια: " χυμός χωρίς σοκοφρετάκι, δεν είναι φαγητό, είναι κάτι αδιάφορο". Η Ελπίδα, φανερά προσπαθούσε να βοηθήσει την αδερφή της, να της δείξει πόσο πολύ την αγαπά και νοιάζεται για αυτή. Όταν επιτέλους ξύπνησε και αποχαιρέτησε τον βαθύ ύπνο, έβρεξε το πρόσωπό της, βολεύτηκε πάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου μαζί με την αδερφή της που καθόταν από δίπλα της σε μια ξύλινη καρέκλα που δεν της άρεσε καθόλου, γιατί της θύμιζε τις μη αναπαυτικές καρέκλες του σχολείου. Η Ελπίδα άρχισε να περιγράφει με γλαφυρότητα πως πέρασε την ημέρα της και πως έμαθε ποια είναι η κατάσταση της αδερφή της και η Ευτυχία την άκουγε με προσοχή ενώ αποτυπώνονταν στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο γιατί ήταν πραγματικά ανακουφισμένη από το γεγονός ότι η αδερφή της, ζούσε φυσιολογικά αλλά και επειδή την ζήλευε. Ζήλευε που είχε φίλες, που τα απογεύματα μετά το σχολείο πήγαιναν βόλτα με τα ποδήλατα, που το καλοκαίρι πήγαιναν μαζί στην πισίνα, που όλο της τον ελεύθερο χρόνο τον περνούσε με την παρέα της. Η Ελπίδα μιλούσε ασίγαστα και η Ευτυχία την διέκοψε κάνοντας της μια αγκαλιά (ίσως επειδή αυτό ήταν που χρειαζόταν κατά βάθος). Μερικές φορές η λύση στο πρόβλημα και η απάντηση στην ερώτηση είναι μόνο μια αγκαλιά. Είναι υψίστης σημασίας μια αγκαλιά. Πλέον στο μυαλό της Ευτυχίας δεν επικρατούσε το απόλυτο χάος απλώς πρόσεχε τι συνέβαινε γύρω της, και το απολάμβανε. Είναι προτιμότερο να παρατηρείς και να ζεις την στιγμή χωρίς να σκέφτεσαι τι θα συμβεί μετά διαρκώς.
YOU ARE READING
Τελικά ευτύχησες ;
RomanceΠοτέ κανένας δεν βγήκε αλώβητος από μια άσχημη ζωή. Όσοι έχουν συναντήσει στη ζωή τους προβλήματα, κάποιοι πάτησαν πάνω στα προβλήματα και ψήλωσαν απότομα και κάποιοι βυθίστηκαν στο υπέδαφος ή στο κάτω κόσμο, στο κόσμο των νεκρών. Αν έχεις περάσει...