Η γιαγιά μου η Δήμητρα ήταν ψηλή, σαν εμένα και μεγαλόσωμη, είχε χαρακτηριστικό ανάστημα. Είχε καστανόξανθα μαλλιά αν και τα είχε βάψει σε σχετικά μικρή ηλικία. Δεν της άρεσε το καστανόξανθο, όχι σαν χρώμα αλλά το πως έδειχνε το χρώμα στο πρόσωπό της. Προτιμούσε χρώματα ανοιχτά και φωτεινά. Όταν είχε πρωτοπαντρευεί τον παππού μου τον Άγγελο, συνέχεια της έκανε κομπλιμέντα για το αγγελικό της πρόσωπο. Πολλές φορές όταν είχαμε μαζώξεις (ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και όταν γιορτάζαμε τα γενέθλια κάποιου), ερχόντουσαν όλοι οι συγγενείς μου. Ο παππούς μου ειρωνευόταν και προσπαθούσε να πειράξει την γιαγιά λέγοντας της πως της λείπει ένα φωτοστέφανο για να μοιάζει με άγγελο. Η γιαγιά πάντοτε εκνευρίζονταν και το έπαιρνε στα σοβαρά, όλοι οι υπόλοιποι γελούσαν και εγώ ρωτούσα πάντα την μαμά μου τι ήταν το φωτοστέφανο. Φυσικά και γνώριζα τι ήταν και φυσικά η γιαγιά ήξερε πως ο παππούς σύντομα θα της το έλεγε, και έτσι όλοι γελούσαν, ήταν το καθιερωμένο αστείο του παππού. Η γιαγιά έλεγε στα εγγόνια της να αποκαλούμε τον παππού λιοντάρι γιατί φαινόταν δυνατός. Ο παππούς μου μας αγαπούσε πάρα πολύ ,αγαπούσε όλα τα μικρά παιδάκια και έτσι μας μοίραζε καραμέλες κρυφά από την μαμά και τον μπαμπά οι οποίοι φώναζαν από τότε που ήμασταν μικρά πως οι καραμέλες χαλάνε τα δόντια.
Σε κάθε οικογενειακή μάζωξη ή "σογιακή" όπως έλεγε πιο μικρή η αδερφή μου παριστάνοντας την ειδική να εφευρίσκει νέες λέξεις...Φυσικά, οι οικοδεσπότες του σπιτιού (η γιαγιά και ο παππούς οι οποίοι βάζαν τα καλά τους ρούχα και το αστραφτερό χαμόγελό τους), και η οικογένεια του θείου μου. Ο θείος μου είχε δυο παιδιά, την Νικολέτα, με την οποία έχουμε 6 χρόνια διαφορά και πολλές φορές με αποκαλούσε νιάνιαρο, και ο Μανώλης ο οποίος ήταν στην ηλικία μου. Ποτέ δεν ήμασταν δεμένοι με τον Μανώλη. Συνεχώς έβριζε, έκανε παρέα με ανώριμα παιδιά και αρκετές φορές μπορούσες να σκεφτείς πως αυτό το παιδί δεν θα βρει ποτέ τον σωστό δρόμο. Ήταν ξεκάθαρο ότι τον αντιπαθούσα τόσο πολύ και φυσικά, τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία. Δεν είχαμε τσακωθεί ποτέ αλλά γνωρίζαμε καλά ότι δεν θα κάναμε ποτέ παρέα διότι δεν είχαμε τίποτα κοινό. Και έτσι ήταν. Τον θείο μου τον έλεγαν Αντρέα και ήταν φιλόλογος. Πλέον δίδασκε σε ένα σχολείο του Μετσόβου, που είναι έξω από τα Γιάννενα. Μπορούσε να δίνει σε όλους την εντύπωση πως ήταν τρομερά σοβαρός, τηρητής πειθαρχίας και πως δεν χαμογελούσε ποτέ. Έτσι νόμιζα και εγώ μέχρι που χρόνια πριν όταν είχαμε μαζευτεί για ρεβεγιόν όλοι στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, ο θείος μου είχε πιει τόσο πολύ και είχε την τρομερή επιθυμία να χορέψει, πήρε ένα κασκόλ και το έβαλε γύρω του και έμοιαζε σαν ζουρλομανδύα, σήκωσε την γυναίκα του, την Βαρβάρα από την πολυθρόνα που καθόταν και άρχισαν να χορεύουν. Δεν έμοιαζε με χορός αλλά σαν πηδήματα επιτόπου που κάνουν τα μικρά παιδάκια στα πάρτυ τους και το αποκαλούν χορό.
Τότε μου φάνηκε πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Συνειδητοποίησα πως ποτέ δεν τον είχα δει να χαμογελάει ξανά, να δείχνει την αγάπη του στην γυναίκα του και να ζει την ζωή γενικότερα. Συμπέρανα πως ο θείος μου ήταν σοβαροφανής. Ήθελε να δείχνει σε όλους και πάντα πόσο σοβαρός και μορφωμένος ήταν. Αναγνωρίζω πως η σοβαρότητα και η πειθαρχία είναι εφόδια και όπλα για την ζωή που σου χρειάζονται σε όλους τους τομείς αλλά πράγματι, αναρωτιόμουν τότε... Όλοι οι σοβαροφανείς άνθρωποι είναι χαρούμενοι; Νιώθουν ποτέ αυτό το απίστευτο συναίσθημα που λέγεται ευτυχία; Όπως και να είχε τον αγαπούσα τον θείο Ανδρέα περισσότερο από όλους τους θείους που είχα ποτέ.
Η γιαγιά Δήμητρα σε αντίθεση με τον γιο της τον Ανδρέα ήταν έξω καρδιά, καλοσυνάτη, με έναν καλό λόγο για όλους. Το ίδιο και ο παππούς μου ο Άγγελος. Ίσως για αυτό ήταν μαζί τόσα χρόνια παρόλο που ο παππούς ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερος από την γιαγιά. Πάντα θα θυμάμαι πόσο πολύ αγαπούσε ο παππούς μου την γιαγιά μου. Στα μάτια κοίταγαν ο ένας τον άλλον μέχρι και το τέλος της ζωής του παππού μου. Μια συγκεκριμένη εικόνα έχει χαραχθεί στο μυαλό μου και μερικές φορές την αναζητώ, για να μου υπενθυμίσω πως η αγάπη υπάρχει ή έχει υπάρξει σε αυτό τον πλανήτη. Ήταν ο παππούς μου, στο κρεβάτι το νοσοκομείου, τόσο λεπτός σαν σκελετός, χωρίς μαλλιά, με ορό και με μάσκα οξυγόνου. Θυμάμαι ακόμα κάθε μικρό χαρακτηριστικό του πρόσωπού του. Να πασχίζει να χαμογελάσει στην γιαγιά η οποία του κρατάει το χέρι και τον χαϊδεύει και του έλεγε πόσο πολύ περήφανη ήταν για αυτό, πόσο δυνατός ήταν και είχε καταπολεμήσει τόσα χρόνια τον καρκίνο. Φυσικά και γνώριζαν και οι δυο πως το ταξίδι του θα τελείωνε σύντομα και όμως όσο και αν πονούσε ποτέ δεν το έδειξε στην γιαγιά. Προσπαθούσε να καθησυχάσει την μονάκριβη γυναίκα του γιατί ήξερε πόσο πολύ ανησυχούσε. Και μετά από αυτή την εικόνα θυμάμαι μια ακόμη εικόνα. Την γιαγιά μαυροφορεμένη πάνω από τον τάφο του παππού μου να σπαράζει στο κλάμα. Θυμάμαι κάθε χαρακτηριστικό του προσώπου της όπου κυριαρχούσε ο πόνος και η στεναχώρια. Κατά βάθος ένιωθε τόσο περήφανη για τον άντρα της και λύτρωση, επειδή επιτέλους δεν πονοσύε, δεν υπέφερε. Όταν πήγα στην γιαγιά μου, στο νοσοκομείο μετά από το τελευταίο της χειρουργείο που φάνηκε πως δεν είχε πάει καθόλου καλά, συζητάγαμε για ώρες. Ήθελα να ξέρω τόσο πολύ και δεν σκέφτηκα αν αυτό την πονάει ακόμα. Αν την πονάει να συζητάει για τον θάνατο του άντρα της. Μακάρι να την είχα ρωτήσει αν στεναχωριέται, αν της λείπει... Μου είπε χαμογελώντας:
"Κορίτσι μου, είναι εγωιστικό να θες κάποιον κοντά σου και να πονά. Αν τον αγαπάς, θες και τον καλό του και το καλό για αυτόν που πονά είναι να σταματήσει ο αφόρητος πόνος. Όταν πέθανε ο παππούς σου, το σκέφτηκα και αποφάσισα να νιώθω γαλήνια που πλέον δεν υποφέρει"
Αυτό μου δημιούργησε τόσες πολλές σκέψεις, ερωτήσεις που δεν έκανα και ούτε θα προλάβαινα να κάνω στην γιαγιά μου. Ήθελα να την ρωτήσω τι κάνει όταν της λείπει ο παππούς. Φαντάστηκα εμένα, παντρεμένη με έναν άνθρωπο που έχω αγαπήσει, εμπιστευτεί, θαυμάζει, υποστηρίζει και μένει μαζί του, και αυτός να πεθαίνει από μια αρρώστια που σε λυγίζει από τον πόνο. Τι θα έκανα; Πως θα τον καθησύχαζα; Πως θα τολμούσα να έκανα σχέδια για το μέλλον με εμάς; Θα υπήρχαν σχέδια; Και αν εν τέλει πέθαινε πως θα κάλυπτα το κενό του; Θα εμπιστευόμουν ποτέ ξανά άλλον άνθρωπο; Θα ήταν το ίδιο; Θα τον αγαπούσα τον ίδιο; Θα τον είχα για πάντα στην καρδιά μου; Θα φοβόμουν;
Εκείνη την ημέρα είχα φέρει μαζί μου ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από το σπίτι της γιαγιάς για να το ξεφυλλίσουμε μαζί. Στην πραγματικότητα, απλά ήθελα να περάσω χρόνο μαζί της γιατί πολύ φοβόμουν πως θα ήταν από τις τελευταίες φορές. Η πρώτη φωτογραφία που αντίκρισα ήταν αυτή στο γάμο της με το κάτασπρο νυφικό της, την τεράστια ουρά από πίσω και το κάτασπρο προσωπάκι της, ήταν γεμάτο με φακίδες (πλέον οι φακίδες είχαν φύγει στο γέρικο και κουρασμένο πρόσωπο της, είχαν αντικατασταθεί από πολλαπλές γραμμές, σαν ζάρες), επίσης δεν χαμογελούσε, κοιτούσε προς τα δεξιά, τα μελί μάτια της ήταν μισόκλειστα.
"Γιαγιά τι κοίταγες;"
"Τον εαυτό μου αγάπη μου στον καθρέφτη"
"Ήσουν πανέμορφη γιαγιά"
"Ήμουν... ;" ανασήκωσε τα φρύδια της και χαμογέλασε ειρωνικά
"Ακόμα είσαι γιαγιά, πάντα θα είσαι" κοκκίνησα.
Είδα φωτογραφίες από τον παππού μου που ήταν στο στρατό. Είχα πολλά χρόνια να δω τον παππού μου σε φωτογραφία. Από τότε που πέθανε, αποφεύγω να βλέπω φωτογραφίες από παλιά γιατί ξέρω πως θα βουρκώσω, θα θυμίσω στον εαυτό μου πως τώρα όλα είναι καλά και τελικά θα κλάψω τόσο πολύ που δεν θα μπορώ να σταματήσω. Ήταν νέος, ψηλός και χαμογελαστός. Σε μια άλλη φωτογραφία ήταν με άλλους τέσσερις φίλους του, στο στρατό πάλι, και αυτός ήταν ξεκάθαρα ο πιο όμορφος. Παρακολουθούσα αυτή την εικόνα για αρκετές στιγμές και ένιωσα το βλέμμα της γιαγιάς μου να με παρατηρεί
"Μοντέλο ε; Δεν έχεις να πεις;"
Κράτησα τα δάκρυα μου, κατάπια, της χαμογέλασα και της έγνευσα. Ύστερα, υπήρχαν φωτογραφίες με τον παππού και την γιαγιά κοντά σε θάλασσα, βουνά κλπ. Όπου και αν βρισκόταν ήταν και οι δυο ευτυχισμένοι, χαρούμενοι και αγαπημένοι και αυτό μετρούσε.
Την πήρε ο ύπνος, κατά τις 8 έτσι κάλεσα την μαμά και τον μπαμπά και τους είπα πως θέλω να μείνω εδώ σήμερα. Φυσικά δίστασαν και αρνήθηκαν στην αρχή αλλά με την πειθώ (είμαι καλή σε αυτό, το έχω δουλέψει) τους έπεισα να μείνω. Αργά το βράδυ πρώτου κοιμηθεί η μαμά και ο μπαμπάς μου έστειλαν μήνυμα για καληνύχτα. Ο μπαμπάς έλεγε στο μήνυμα:
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΟΥ (λογικά ξέχασε ότι χρησιμοποιούσε κεφάλαια) ΑΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ Η ΓΙΑΓΙΑ ΑΣ'ΤΗΝ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ. ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΗ". Το άλμπουμ βρισκόταν στα πόδια της ακόμα ανοιχτό, το έκλεισα, το έφερα κοντά μου και σκέπασα καλύτερα την γιαγιά μου η οποία που και που ροχάλιζε από την εξάντληση (ή από τον πόνο απλά δεν ήθελα να το σκεφτώ τότε...) και έτσι, έκατσα στην άσπρη καρέκλα δίπλα της, και έβαλα το άλμπουμ στα γόνατα μου και έβλεπα τις φωτογραφίες. Μπορούσα να βλέπω για ώρες όλες αυτές τις παλιές φωτογραφίες, αυτό γιατί όταν τις έβλεπα ένιωθα κάτι καινούριο που δεν το είχα ξανανιώσει, δεν ήξερα πως λεγόταν αυτό το συναίσθημα. Ίσως να σκεφτόμουν πόσο όμορφα χρόνια πέρασε η γιαγιά μου, μπορεί να σύγκρινα τις καταστάσεις που έχει ζήσει, μια φωτογραφία στην Αμοργό με το τι έβλεπα μπροστά μου. Μια γυναίκα που πλέον δεν ήταν νέα, χαριτωμένη αλλά αλλαγμένη, να κρατάει με το δεξί της χέρι το σεντόνι και το αριστερό να το έχει τοποθετημένο κάτω από το μαξιλάρι. Όταν ήμουν πιο μικρή και επί σκεφτόμουν την γιαγιά μου και ήθελα να κοιμάμαι μαζί της τα βράδια. Αν και προτιμώ να κοιμάμαι μόνο στο δικό μου σπίτι, στο δικό μου δωμάτιο, με το δικό μου μαξιλάρι, ποτέ δεν θα έλεγα όχι στην γιαγιά μου. Και έτσι ήταν, το απολάμβανα. Μου άρεσε τόσο πολύ να μου ζεσταίνει το γάλα προτού κοιμηθούμε και να το βάζει μαζί με τα δημητριακά. Δεν είχαν καθόλου καλή γεύση, στην μαμά μου αργότερα την επόμενη μέρα της έλεγα πως αυτά τα δημητριακά είναι για παππούδες και για γιαγιάδες, αλλά όπως και να είχε τα έτρωγα. Ήταν τόσο καλή μαζί μου και ήταν όμορφα να τρώω βραδινό με την γιαγιά και τον παππού. Μερικές φορές όταν το θυμόμουν ζήταγα από τον παππού μου να μου πει εκείνη την ενδιαφέρουσα ιστορία, ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα. Τότε δεν το ήξερα γιατί δεν με ένοιαζε και τόσο πολύ το όνομα της ιστορίας αλλά η πλοκή του, το τέλος του που κάθε φορά άλλαζε ο παππούς για να με κάνει να γελάω και να τον παρακολουθώ. Όταν ο παππούς δεν ήταν στο τραπέζι μαζί μας , συνήθως κοιμόταν νωρίς, ζητούσα από την γιαγιά να μου τραγουδήσει. Είχε τόσο απαλή και γλυκιά φωνή που αν την άκουγε κάποιος θα μπορούσε να τον ηρεμήσει, να νιώσει την απόλυτη γαλήνη στην ψυχούλα του. Της ζητούσα να μου τραγουδάει παιδικά τραγούδια. Μάλιστα, είχαμε βγάλει ένα τραγούδι μαζί και το λέγαμε κάθε φορά που βρισκόμασταν μαζί και για να με νανουρίσει τα βράδια όταν κοιμόμουν σπίτι της. Ύστερα, αφού τρώγαμε βραδινό και μαζεύαμε, πλέναμε και τακτοποιούσαμε τα πιάτα, έκανα μπάνιο και μετά μου στέγνωνε τα μαλλιά. Τότε τα μαλλιά μου ήταν ίσια, τώρα είναι σπαστά. Μου άρεσε το πως μύριζα και το πόσο απαλά ήταν τα μαλλιά μου. Μετά πηγαίναμε για να κοιμηθούμε. Ο παππούς φιλούσε στο μέτωπο την γιαγιά και εμένα με έκανε αγκαλιά και πήγαινε στον ξενώνα να κοιμηθεί μόνος. Μια μέρα γεμάτη περιέργεια ρώτησα την γιαγιά αν αγαπάει τον παππού και μου απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη ναι και γέλασα. Ακόμα θυμάμαι την μυρωδιά των σεντονιών και των παπλωμάτων και μύριζαν τόσο όμορφα που ακόμα και αν χανόσουν στις σκέψεις σου η μυρωδιά θα τα σταματούσε και θα συγκεντρωνόσουν εκεί. Η γιαγιά πάντα μου χάιδευε τα μαλλάκια πρώτου κοιμηθούμε και συζητούσαμε. Πολλές φορές με έπαιρνε ο ύπνος πολύ σύντομα και αυτή άρχιζε να τραγουδάει το νανούρισμα μας και εγώ ξεχνούσα τα πάντα, έφευγα από αυτόν τον κόσμο, αισθανόμουν ήρεμη επιτέλους και παραδινόμουν στον βαθύ ύπνο.
Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου και τα μάτια μου θόλωναν και πλέον δεν έβλεπα την φωτογραφία της γιαγιάς μου η οποία βρέχονταν από τα δάκρυα μου.
Κάλυψα τα μάτια μου και το στόμα μου με το χέρι μου, δεν ήθελα να κλάψω δυνατά για να μην ξυπνήσω την γιαγιά και έκλαψα βουβά. Το είχα συνηθίσει εξάλλου να κλαίω βουβά, δεν μου ήταν κάτι δύσκολο. Σήκωσα το βλέμμα μου για να κοιτάξω ξανά την γιαγιά μου η οποία είχε ανοίξει τα μάτια και μου τα ανοιγόκλεινε.
"Τι συμβαίνει αγάπη μου;"
"Τίποτα, κοιμήσου γιαγιά μου"
"Πάντα το έλεγα αυτό"
"Ποιο;"
"Τίποτα. Όταν με ρωτούσαν τι είχα έλεγα τίποτα. Μην το κάνεις και εσύ. Πες ότι και αν νιώθεις εκείνη τη ώρα. Προλαβαίνεις"
"Πονάς;"
"Γενικότερα ο πόνος με πεθαίνει, τώρα δεν νιώθω πόνο. " σκέφτηκε για λίγες στιγμές και δεν μίλησε κάνεις
"Δεν νιώθω κάτι" συμπλήρωσε
"Εντάξει γιαγιά... Κοιμήσου τώρα, θα είμαι ήσυχη"
"Όχι" είπε κατευθείαν η γιαγιά. Δεν ήθελε να κοιμηθεί για τελευταία φορά προτού μιλήσει σε κάποιον που αγαπά.
"Ας μιλήσουμε τότε γιαγιά"
"Το γνωρίζεις πως ξέρω τι συμβαίνει έτσι δεν είναι; Ότι όλα αυτά είναι ψέματα; Δεν έχω καρκίνο σε 2 στάδιο, αλλά σε 4.
Γιατί αγάπη μού είπατε ψέματα; Δεν το περίμενα από εσένα. Αν μου είχατε πει έστω την κατάσταση μου θα το είχα εκμεταλλευτεί, θα είχα χαρεί τις τελευταίες μου μέρες. Θα έλεγα ευχαριστώ σε όλα μου τα παιδιά και κυρίως το ξεχωριστό μου παιδί τον Γιώργο, και στα αγαπημένα μου εγγόνια. Είχα όνειρα εγώ για εσάς. Τουλάχιστον να δω την μεγάλη μου την εγγονή να παντρεύεται. Την είδα να γεννιέται και ήταν όνειρο ζωής να την δω να παντρεύεται, να ευτυχεί. Αυτό που με βασάνιζε και με βασανίζει ακόμα είναι η Ευτυχία, παιδί μου. Αυτό το κορίτσι είναι η δικιά μου αδυναμία. Έχει καλή καρδιά σαν εμένα, αλλά την εκμεταλλεύονται. Μακάρι να ξεκουραστεί η ψυχούλα της, θα την γιατρέψω εγώ από ψηλά. Δεν θα αφήσω κανέναν να πειράξει το δικό μου το κορίτσι.
Γιαγιά με εμένα μιλάς, εγώ είμαι η Ευτυχία"
Τις τελευταίες ημέρες στο νοσοκομείο είχε παραισθήσεις. Μπορεί κατά βάθος να ήξερε ότι μιλούσε στην Ευτυχία και αόριστα σε ένα άτομο που απλά το αγαπά.
Στα σίγουρα, αν υπάρχουν άλλες διαστάσεις, θα ήταν σε μια από αυτές. Δεν ήταν στα σίγουρα εδώ εκείνη την στιγμή. Ήταν περίεργο να βλέπω την γιαγιά μου να με κοιτά βαθιά στα μάτια και να μου μιλά με έναν διαφορετικό τόνο από ότι είχε συνήθως, λες και μιλούσε αυτόματα, σαν ηχογραφημένο μήνυμα ακουγόταν και ήταν άσχημο γιατί εγώ η ήθελα την γιαγιά μου να ακούσει και να καταλάβει ότι την αγαπώ.
Δεν μίλησα τότε, ήθελα απλά να αφήσω μια ψυχή να μιλήσει για τελευταία φορά. Την άκουγα με προσοχή ενώ προσπαθούσα τόσο πολύ να μην δακρύσω ξανά. Ήθελα να της δώσω την εντύπωση πως η ψυχή της μπορεί να μιλήσει με την δικιά μου, ενώ το μυαλό μου ταξίδευε μακριά γιατί δεν ήθελα καθόλου να συμβαίνει αυτό, δεν ήθελα να χάσω την αγαπητή γιαγιά μου.
"Ξέρω τι σε απασχολεί, τι σε πονάει, τι σε απασχολεί αγάπη μου. Η ψυχή του ανθρώπου μένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Και στα γεράματα η καρδιά λειτουργεί και μπορεί να ανθίσει παιδί μου, και εγώ τώρα στα τελευταία μου, μην με διακόψεις, ξέρω πότε είναι ο τερματισμός του αγώνα της ζωής, ακόμα ανθίζω. Ακόμα είμαι μια πανέμορφη πεταλούδα. Κάποτε υπήρξα μικρή και άκαμπτη κάμπια. Αλλά μην κατηγορήσεις τον Θεό ποτέ γιατί παίρνει κοντά του όλες τις λαμπερές ψυχές. Απλά, αυτές έχουν λάμψει ήδη εδώ στην γη και δεν το εκτίμησαν και στον ουρανό ψηλά θα λάμπω και θα με θαυμάζουν. Να κοιτάς αγάπη μου, ψηλά τα βράδια όταν ο ουρανός θα είναι γεμάτος από αστέρια. Θα καταλάβεις πιο είναι το πιο λαμπερό αστέρι. Θα είναι το δικό σου αστέρι, η δικιά μου καρδιά
"Γιαγιά, όταν θα βλέπω να πέφτει ένα αστέρι να πέφτει, τότε θα καταλάβω ότι είσαι εσύ;"
"Όχι αγάπη μου, εγώ θα είμαι όλα τα βράδια πάνω στον κατάμαυρο ουρανό για να τον φωτίζω. Νομίζω πως αυτός είναι ο σκοπός της αιώνιας ύπαρξης μου. Να φωτίζω, την γη, τον ουρανό, τους ανθρώπους. Να με βλέπεις από κάτω στην γη πόση φωτεινή είμαι και εκεί και να χαμογελάς. Και θα εύχομαι τότε να σου λέω. Λάμψε παιδί μου. Λάμψε. "
Γιατί άρχισε να φιλοσοφεί τώρα ; Θα πεθαίνει; Αυτό ήταν; Αυτά είναι τα τελευταία λόγια της; Πανικοβλήθηκα γιατί φαινόταν λες και ήξερε οτιδήποτε και αν σκεφτόμουν. Σκέφτηκα το παιχνίδι των μικρών δαχτύλων.
"Ποιος σε πλήγωσε αγάπη μου εσένα; Όμορφη ψυχή μου; Ποιος μπόρεσε να πληγώσει μια όμορφη ψυχή; Φέρε μου τα δαχτυλάκια σου"
Ακούμπησα το αριστερό μου χέρι πάνω στο δικό της. Μου έδειξε το μικρό δαχτυλάκι
"Αυτό είσαι εσύ. Αυτό θα είσαι για πάντα, για όσο ζεις. Δεν γεννήθηκες και ήσουν κάποιο δαχτυλάκι. Τα δαχτυλάκια εσύ τα χαρακτήρισες. Εσένα όμως άλλοι σε χαρακτήρισαν."
Ένα δάκρυ κύλησε. Γιατί το είπε αυτό ; Σκέφτηκα.
"Και αν κάποια στιγμή γίνεις αυτό το δάχτυλο (το μεγαλύτερο, το αντίχειρας) ακόμα θα είσαι το μικρότερο δαχτυλάκι. Αυτό δεν θα αλλάξει. Ακόμα και αλλάξεις τον εαυτό σου, θα υπάρχει ακόμα και για πάντα αυτό." με κοίταξε και γύρισε δεξιά ελάχιστα το κεφάλι της
"Ξες ποιο είναι το πρόβλημα; Δεν είναι ότι δεν μπορείς να αλλάξεις αλλά ότι δεν θέλεις. Αν θελήσεις ποτέ κάτι, θα βρεις τον τρόπο να γυρίσεις ανάποδα τον πλανήτη Γη ολόκληρο και να πραγματοποιήσεις το όνειρο σου. Το θέμα είναι ότι δεν θέλεις να αλλάξεις. Εσύ σε αγαπάς, οι άλλοι δεν σε αγαπάνε. Δεν θέλεις να αλλάξεις εσένα αλλά τον κόσμο. Ενώ εσύ προσπαθείς μάταια να αλλάξεις τα δεδομένα που επικρατούν εδώ και αιώνες κάποιοι απαιτούν να αλλάξεις. Να γίνεις δεδομένο, να γίνεις 1 και όχι 0 για να συμβολίζεις την εξαίρεση και την ελπίδα.
Μα, ξες τι φταίει; Φταίει που όλοι κάθονται και παραπονιούνται πόσο άσχημη και βρώμικη είναι η κοινωνία μας δίχως να σκεφτούν πως πρέπει να πράξουν για να αλλάξει η κοινωνία προς το καλύτερο. Αν δεν φερθείς στον εαυτό σου διαφορετικά και ύστερα στον κόσμο, η κοινωνία δεν θα αλλάξει. Η αρχή είναι ο εαυτός μας. " πρόσθεσε χαμογελώντας.
Δεν σκεφτόμουν τίποτα από όσα είπε, ακόμα σκεφτόμουν αυτό που είχε πει πιο πριν. Είμαι καταδικασμένη να είμαι τέρας, ένα αδύνατο τέρας. Ένα μικρό δαχτυλάκι κολλημένη με ένα ανόητο παιχνίδι που δεν λειτουργεί ποτέ.
Μετά, απλά άρχισε να παραμιλάει. Νομίζω πως δεν μπορούσε πράγματι να επικοινωνήσει, αλλά μόνο να λέει λόγια. Σοφά λόγια. Ίσως και τα τελευταία.
Αναστέναξα γιατί δεν πίστευα αυτό που ζούσα τότε και επειδή δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω.
"Για την ζωή αναστενάζεις αγάπη μου; Μην το φιλοσοφίες πολύ παιδί μου. Δεν υπάρχει καμία λίστα που να λέει τους κατάλληλους τρόπους για να έχεις μια χαρούμενη και εύκολη ζωή. Βαθιά μέσα σου ψάξε για να βρεις τον τρόπο, την λύση στο πρόβλημα, στην απάντηση στο ερώτημα... Και τότε χαμογέλα. Γιατί τότε ξες ότι όλα έχουν λυθεί. Δεν υπάρχει αγάπη μου ζωή χωρίς προβλήματα, άνθρωπος χωρίς ψεγάδια. Αλλά να τα αγαπάς αυτά τα ψεγάδια, όπως αγαπώ εγώ εσένα. Γιατί για εμένα είσαι ένα αληθινό διαμάντι, με ψεγάδια. Μην ψάχνεις λοιπόν να βρεις το τέλειο και το αλάνθαστο γιατί τότε αυτό θα είναι το ψεύτικο. Ψάξε για το λανθασμένο, το πονεμένο, με τα ψεγάδια του και τα προβλήματα του και δημιούργησε πάνω σε αυτό." Σταμάτησε και άφησε το χέρι μου. Τότε συνειδητοποίησα πως ήταν κρύα, πολύ παγωμένα τα χέρια της και ιδρωμένα. Πως γίνονταν αυτό; Απλά ξάπλωσε πίσω στο μαξιλάρι της και κοιτούσε το ταβάνι από πάνω της. Αυτό έκανε κάθε φορά που ήταν έτοιμη να κοιμηθεί. Το θυμάμαι από παλιά, θυμάμαι που δεν μου άρεσε να την βλέπω ανάσκελα κοιτώντας προς τα πάνω και της έλεγα κάτι για να αλλάξει πόζα. Αυτή την φορά όμως δεν έκανα τίποτα. Έκλεισα τα μάτια μου και φαίνεται πως έκανε και αυτή το ίδιο. Ξύπνησα μετά από κάποια ώρα και μου φάνηκε πως πλέον είχε περάσει μόνο 5 λεπτά. Έλεγξα το ρολόι μου, έλεγε 4 το ξημέρωμα. Κοίταξα την γιαγιά μου για να δω αν είχε σεντόνι από πάνω και αν είναι ζέστη. Σηκώθηκα από την καρέκλα, το δεξί μου πόδι είχε μουδιάσει, πήγα πάνω από το κρεβάτι και καθόταν στο κρεβάτι ανάσκελα, είχε κλειστά μάτια και τα δυο της χέρια τα είχε ακουμπήσει στο κρεβάτι, δίπλα της. Το σεντόνι που την σκέπαζε ήταν μέχρι την μέση της. Σάστισα για κάποια στιγμή και παρατήρησα το πρόσωπό της. Δεν ροχάλιζε, ούτε ανέπνεε βαριά. Δεν έπαιρνε αναπνοές καν. Ένιωσα να σπάει το πάτωμα που πατούσα και να βυθίζομαι.
"Αγαπητή μου γιαγιά... Σ' αγαπώ"
YOU ARE READING
Τελικά ευτύχησες ;
RomanceΠοτέ κανένας δεν βγήκε αλώβητος από μια άσχημη ζωή. Όσοι έχουν συναντήσει στη ζωή τους προβλήματα, κάποιοι πάτησαν πάνω στα προβλήματα και ψήλωσαν απότομα και κάποιοι βυθίστηκαν στο υπέδαφος ή στο κάτω κόσμο, στο κόσμο των νεκρών. Αν έχεις περάσει...